(1954-2016)
Ο Βασίλης Καψούρος ήταν ιδρυτικό Μέλος της Ένωσης στην πρώτη απόπειρα της δημιουργίας της.
Τον Απρίλιο του 1954 γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Διμηνιό, λίγο έξω από το Κιάτο, ένα ταλαντούχο παιδί – ο μετέπειτα διευθυντής φωτογραφίας Βασίλης Καψούρος. Τα ερεθίσματα του ήταν οι κινηματογραφικές ταινίες της εποχής του, τόσο του ελληνικού όσο και του διεθνούς κινηματογράφου. Μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας αποφάσισε να σπουδάσει την τέχνη της διεύθυνσης φωτογραφίας στη σχολή Σταυράκου (1975-1979), δίπλα στον Νίκο Γαρδέλη και τον Γιώργο Καβάγια. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του, άρχισε επίσης να εργάζεται στην εταιρία παραγωγής STEFI ως βοηθός κάμερας. Υπήρξε βοηθός σπουδαίων δ. φωτογραφίας όπως του Άρη Σταύρου, του Ανδρέα Μπέλλη, του Γιώργου Πανουσόπουλου, κ.ά. Από τον τελευταίο μάλιστα διδάχθηκε πολλά για την κινούμενη εικόνα και επηρεάστηκε αισθητικά. Το 1979, όταν τελείωσε τη σχολή, αποφάσισε να μεταναστεύσει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Λονδίνο, για να διδαχθεί την τέχνη και την τεχνική του σχεδιασμού θεατρικών φωτισμών στη φημισμένη σχολή κινηματογράφου Ιinternational Film School. Τελικά όμως απέτυχε να εισαχθεί στη σχολή και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Εδώ καταπιάστηκε με τον κινηματογράφο υπογράφοντας ως δ. φωτογραφίας μικρού μήκους ταινίες, ώσπου το 1984 είχε την τύχη να εργαστεί ως βοηθός του δ. φωτογραφίας Γιώργου Αρβανίτη, στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Ταξίδι στα Κύθηρα, ενώ την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε με τον παλιό του γνώριμο Γιώργο Πανουσόπουλο στην ταινία του Μανία (1985) ως βοηθός και γενικός συνεργάτης του. Η συνεργασία με τον Γ. Αρβανίτη όμως, ήταν μια καθοριστική στιγμή στην καλλιτεχνική πορεία τού Βασίλη, διότι γέννησε μια νέα συνεργασία, η οποία, πέρα από επαγγελματική, ήταν ταυτόχρονα μια σχέση ζωής: αυτή με τον σκηνοθέτη Σταύρο Τσιώλη – αυτή η σχέση απέδωσε οκτώ υπέροχους καρπούς, οκτώ μοναδικές ταινίες.
Η ιστορία είχε ως εξής: όταν ο Γ. Αρβανίτης ολοκλήρωσε την ταινία Μια τόσο μακρινή απουσία (1985) προέκυψε η ανάγκη για έναν νέο δ. φωτογραφίας που θα αναλάμβανε την επόμενη ταινία του Στ. Τσιώλη και ο Γ. Αρβανίτης, με απόλυτη βεβαιότητα, τού πρότεινε τον Βασίλη. Η νέα ταινία του Στ. Τσιώλη και με δ. φωτογραφίας τον Βασίλη είχε τίτλο Σχετικά με τον Βασίλη (1986) και αποτέλεσε για τον ίδιο την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που υπέγραψε ως δ. φωτογραφίας. Ο Βασίλης, βαθιά ανθρωπιστής όπως ήταν, παρέμεινε πιστός στο όραμα του σκηνοθέτη, τοποθετώντας τη φωτογραφία ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας ταινίας μεν, αλλά και ως μέρος ενός συνόλου δε. Ενστερνίστηκε και υποστήριξε δηλαδή την άποψη ότι η φωτογραφία δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την ταινία αλλά μέρος της και ότι έχει την ίδια βαρύτητα με τη σκηνοθεσία, την ερμηνεία των ηθοποιών, τον ήχο και την καλλιτεχνική διεύθυνση.
Η επόμενη ταινία του Στ. Τσιώλη ήταν η Ακατανίκητοι εραστές (1988), για την οποία ο Βασίλης απέσπασε ειδικό βραβείο φωτογραφίας (το μοιράστηκε με τον δ. φωτογραφίας Προκόπη Δάφνο για την ταινία Ο φάκελος Πολκ στον αέρα τού Διονύση Γρηγοράτου). Με αυτόν τον ρυθμό, περίπου κάθε δύο χρόνια, ο Βασίλης έκανε μια ταινία με τον Σταύρο: Έρωτας στη Χουρμαδιά (1990), Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε (1992), Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ πασά (1995), Ας περιμένουν οι γυναίκες (1998) και Φτάσαμεεε! (2004). Κατά την ίδια περίοδο ο Βασίλης υπέγραψε και τις ταινίες: Σταγόνα στον ωκεανό (1995) της Ελένης Αλεξανδράκη, Η επανάσταση της σιωπής (1997) της Μυρτώς Παράσχη, Μέδουσα (1998) του Γιώργου Λαζόπουλου, Ο ιερός βράχος (2004) της Μ. Παράσχη, ενώ ακολούθησαν οι Νοσταλγός (2005) και Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος (2008) της Ελ. Αλεξανδράκη.
Ο Βασίλης είχε μια ποιητική αντίληψη για την εικόνα, αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του τον καθιστούσε αγαπητό σε πολλούς σκηνοθέτες, με αποτέλεσμα να συνεργάζονται για περισσότερες από μία φορά μαζί του: παράδειγμα ασφαλώς είναι ο Στ. Τσιώλης με οκτώ ταινίες, ενώ ακολουθούν η Ελ. Αλεξανδράκη με τρείς και η Μ. Παράσχη με δύο. Οι φίλοι και συνεργάτες του τον χαρακτήριζαν σαν ήρεμη δύναμη, έναν άνθρωπο που υπηρετούσε πιστά το όραμα του σκηνοθέτη, αλλά και αρκετά ριψοκίνδυνο ώστε να παίρνει αυτό που ήθελε από κάθε πλάνο. Ο Βασίλης αγαπούσε πολύ το φιλμ ως υλικό, είχε σχεδόν ερωτική σχέση μαζί του. Είχε αρνηθεί να μπει στον ψηφιακό κινηματογράφο για να μην το προδώσει, γιατί ζήλευε την οργανικότητα αυτού του σπουδαίου υλικού και ήξερε να το αξιοποιεί στο έπακρο. Μία φήμη που τον ακολουθούσε ήταν ότι όταν (στα μέσα της δεκαετίας του ’90) η Kodak κυκλοφόρησε ένα νέο daylight film 200ASA, τού είχε αποστείλει ένα κουτί για να το δοκιμάσει και να τους στείλει την κριτική του πριν κυκλοφορήσει στην αγορά.
Επιπλέον, ο γενναιόδωρος χαρακτήρας του βοήθησε αρκετούς από τους βοηθούς του να εξελιχθούν σε ικανούς δ. φωτογραφίας, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Στέλιο Αποστολόπουλο και την Κατερίνα Μαραγκουδάκη, ενώ ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ήταν ότι σεβόταν και αγαπούσε ιδιαίτερα τους ηθοποιούς που συνεργαζόταν. Παράλληλα με τις κινηματογραφικές ταινίες, ο Βασίλης ασχολήθηκε ενεργά και με τη διαφήμιση για περισσότερα από δέκα πέντε χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια ο Βασίλης είχε εγκαταλείψει την Αθήνα για το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Κάτω Διμηνιό. Εγκατέλειψε και τη διαφήμιση, ενώ και με τον κινηματογράφο είχε γίνει πλέον πολύ επιλεκτικός. Ωστόσο, σχεδίαζε και επιμελούνταν τους φωτισμούς για τις παραστάσεις της ομάδας χορού Κι όμως κινείται, καθώς επίσης και για πολλές από τις παραστάσεις του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Το σινεμά και γενικότερα το φως και η εικόνα ήταν οι μεγάλες αγάπες του Βασίλη, όμως εξίσου μεγάλη ήταν η αγάπη του για τις μοτοσυκλέτες και για το υπέροχο τσίπουρο που παρασκεύαζε ο ίδιος. Η τελευταία πράξη στη ζωή του παίχτηκε την Τρίτη 8 Μαρτίου 2016, όταν έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, μετά από τροχαίο δυστύχημα στην παλιά εθνική οδό Αθηνών–Κορίνθου με την αγαπημένη του μηχανή. Λίγο νωρίτερα είχε μεταβεί στην Αθήνα για να κάνει τις πρώτες συζητήσεις για την τελευταία ταινία του Στ. Τσιώλη, η οποία θα είχε τον τίτλο Γυναίκες που περάσατε από εδώ και τελικά κινηματογραφήθηκε από τη διευθύντρια φωτογραφίας Ολυμπία Μυτιληναίου. Ο χαμός ενός δραστήριου ανθρώπου σαν τον Βασίλη, πέραν του ότι βύθισε στο πένθος φίλους, συγγενείς και συνεργάτες του, συνέβη, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, σε μια εποχή ευτελισμού της κινηματογραφικής τέχνης όπως την γνώρισε και την υπηρέτησε. Ο θάνατός του σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής αθωότητας και πραγματικής αγάπης για το μέσο.
Βασίλης Καψούρος «ο ποιητής της εικόνας», όπως τον χαρακτήριζε ο φίλος και συνεργάτης του Σταύρος Τσιώλης.
Κείμενα, έρευνα, συλλογή στοιχείων: Δημήτρης Μπέλλος
Επιμέλεια κειμένων: Χρήστος Αλεξανδρής / GSC