μια ομάδα επιστημόνων μελέτησαν τις διαφορές στην εμπειρία των θεατών ανάλογα με το άν το πρωτότυπο μέσο ήταν φωτοχημικό ή ψηφιακό, καθώς και σε σχέση με την συνθήκη προβολής: αναλογική ή ψηφιακή
Την εργασία με τίτλο
As Film Goes Byte: The Change From Analog to Digital Film Perception
υλοποίησαν οι:
Miriam L. Loertscher1,2,*, David Weibel1, Simon Spiegel3, Barbara Flueckiger3, Pierre Mennel2,
Fred W. Mast1, and Christian Iseli2
1University of Bern
2Zurich University of the Arts
3University of Zurich
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών Χρήστος Αλεξανδρής μας δίνει μια σύνοψη της εργασίας:
AS FILM GOES BYTE: THE CHANGE IN FILM PERCEPTION
Με αφορμή τη διένεξη περί της διαφοράς (και της ανωτερότητας ή μη) μεταξύ της αναλογικής οπτικής εμπειρίας και της ψηφιακής αντίστοιχης, τον Ιούλιο 2016 διεξήχθη εμπειρικό (πρακτικό) ψυχολογικό πείραμα από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βέρνης, το πρώτο (και ως σήμερα το μόνο γνωστό) πείραμα αυτού του είδους. Το πείραμα περιλάμβανε δύο διακριτές φάσεις:
Η πρώτη (πιλοτική) φάση ήταν συγκριτική και περιλάμβανε τα δεδομένα:
Σε δείγμα κοινού 100 ατόμων (66 γυναίκες, 34 άνδρες, ηλικίας 19-35 ετών) προβλήθηκαν υπό τις ίδιες συνθήκες προβολής δύο ίδιες σκηνές από διαφορετικές ταινίες (συνολικά τέσσερα δείγματα), οι οποίες είχαν κινηματογραφηθεί αφενός αναλογικά με φιλμ Super 16 και αφετέρου ψηφιακά με RED One CMOS camera. Μετά την προβολή το κοινό κλήθηκε να συγκρίνει μεταξύ αναλογικής και ψηφιακής εκδοχής των σκηνών και να απαντήσει στις ερωτήσεις: «Ποια εκδοχή απολαύσατε περισσότερο» και «Ποια εκδοχή προτιμάτε ως προς την ποιότητα εικόνας»; Στη συγκεκριμένη φάση όλοι οι θεατές παρακολούθησαν όλες τις διαφορετικές εκδοχές.
Αποτέλεσμα: Με μία μοναδική εξαίρεση, το δείγμα απάντησε πως τόσο ως προς την απόλαυση, όσο και ως προς την ποιότητα εικόνας, η αναλογική εκδοχή ήταν προτιμότερη.
Η δεύτερη (διευρυμένη) φάση περιλάμβανε τα δεδομένα:
Δείγμα κοινού 356 ατόμων (211 γυναίκες, 145 άνδρες, ηλικίας 15-78 ετών) διαχωρίστηκε σε ομάδες, στις οποίες προβλήθηκαν σκηνές ταινιών συγκεκριμένων ειδών (επιστ. φαντασίας, κοινωνικού δράματος και κωμωδίας), που είχαν κινηματογραφηθεί από τελειόφοιτους του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, αναλογικά με φιλμ 35mm (ARRICAM LT -3 perf.) και ψηφιακά με ARRI Alexa CMOS camera. Οι σκηνές που κινηματογραφήθηκαν ψηφιακά απέκτησαν στη συνέχεια δύο (υπο-)εκδοχές: μία με τυπικό color correction και μία με color correction ώστε να προσομοιάζει στο αναλογικό αντίστοιχο· επομένως οι εκδοχές των δειγμάτων ήταν συνολικά εννέα. Στη συγκεκριμένη φάση όλοι οι θεατές δεν παρακολούθησαν όλες τις εκδοχές, οπότε η προβολή δεν ήταν συγκριτική· αυτό συνέβη με το σκεπτικό πως, ούτως ή άλλως, στην πραγματική ζωή κανένας θεατής δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να δει την ίδια ταινία δύο φορές επειδή απλώς διατίθετο σε αναλογική και ψηφιακή εκδοχή· θα επέλεγε μία από τις δύο εκδοχές είτε στην τύχη είτε με πρόθεση. Επίσης, οι προβολές των σκηνών πραγματοποιήθηκαν είτε με συμβατική (μηχανική) προβολή είτε με ψηφιακή (2K), με την πλειοψηφία του κοινού πάντως (310 άτομα) να παρακολουθεί την ψηφιακή προβολή και μόνον μικρό μέρος (46 άτομα) τη μηχανική. Μετά την προβολή το κοινό κλήθηκε να απαντήσει σε (συνολικά 138) ερωτήσεις που αναφέρονταν στην οπτική μνήμη, τη γενική απόλαυση, την ποιότητα της αφήγησης, την όψη των σκηνών, τα θετικά και αρνητικά συναισθήματα που τους γεννήθηκαν, τις προτιμήσεις, κ.ά.
Αποτελέσματα: •Στην τυπική ψηφιακή εκδοχή, φάνηκε πως περισσότερες λεπτομέρειες της εικόνας (κυρίως του διακόσμου) είχαν αποτυπωθεί στην οπτική μνήμη των θεατών, σε αντίθεση με την αναλογική και την προσομοίωσή της •Η συναισθηματική απόκριση δεν φάνηκε να επηρεάζεται ανάλογα με το μέσο κινηματογράφησης· περιγράφηκε ως παρόμοια σε όλες τις περιπτώσεις •Όσον αφορά την κινηματογράφηση καθαυτή, το χάσμα μεταξύ φωτοχημικής και ψηφιακής εικόνας δείχνει να έχει πλέον γεφυρωθεί, τουλάχιστον όταν η σύγκριση δεν γίνεται μεταξύ σκηνών, αλλά αναφέρεται στην εμπειρία που προσφέρει μία ολοκληρωμένη (αφηγηματική) ταινία •Το στοιχείο που φάνηκε να παίζει πιο σημαντικό ρόλο από τη μέθοδο κινηματογράφησης ήταν το είδος προβολής: οι θεατές που παρακολούθησαν τη μηχανική προβολή ανέφεραν εντονότερη συγκινησιακή αντίδραση, μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή και υψηλότερη ενσυναίσθηση από εκείνους που παρακολούθησαν την ψηφιακή· τέλος, ανέφεραν ότι τα χαρακτηριστικά της μηχανικής προβολής (ανεπαίσθητο τρεμόσβημα και σχετική αστάθεια της εικόνας) συνέτειναν στην εμπέδωση της αίθουσας προβολής ως δημόσιου χώρου (public space).
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Psychology of Aesthetics, Creativity, and the Arts τον Νοέμβριο 2016, με την παρακάτω ταυτότητα:
• Loertscher, M. L., Weibel, D., Spiegel, S., Flueckiger, B., Mennel, P., Mast, F. W., & Iseli, C. 2016. ‘As film goes byte: The change from analog to digital film perception’, Psychology of Aesthetics, Creativity, and the Arts, 10(4), 458–471. https://doi.org/10.1037/aca0000082
© 2020 American Psychological Association.
750 First Street NE, Washington, DC 20002-4242

το ίδιο το άρθρο διανέμεται με συνδρομή.
όποιος ενδιαφέρεται μορεί να διαβάσει την εκδοχή που κατατέθηκε για έκδοση στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση