10 χρόνια GSC: Ολα όσα θέλετε να μάθετε για τη Διεύθυνση Φωτογραφίας
(και φοβόσασταν να ρωτήσετε)
Η Ένωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών γίνεται 10 ετών και τα μέλη της μοιράζονται όσα δεν γνωρίζαμε για τη Διεύθυνση Φωτογραφίας.
Η Ένωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών – GSC ιδρύθηκε το 2013, μετά από πολλά χρόνια ζυμώσεων ανάμεσα στους Ελληνες κινηματογραφιστές, πάντα με κεντρική ιδέα τη συνύπαρξη όλων σε ένα πνεύμα συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, εξέλιξης του κλάδου, επίλυσης των προβλημάτων του και – το κυριότερο – τη δημιουργία εδάφους για τη νεότερη γενιά των Διευθυντών Φωτογραφίας που συνεχίζουν να δημιουργούν σε ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς.
Η ιδέα μας ήταν απλή. Θα ρωτήσουμε ό,τι θέλουμε την Ένωση και αυτή θα απαντήσει μέσω διαφορετικού μέλους της για κάθε ερώτηση. Κάπως έτσι θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε ξανά ή να συστηθούμε στους Έλληνες Διευθυντές Φωτογραφίας, που δεν εξαντλούνται φυσικά στους παρακάτω, αλλά όλοι μαζί ορίζουν ένα δυναμικό απίστευτου ταλέντου και γνώσης που αποτελεί αυτή τη στιγμή από τα πιο ισχυρά χαρτιά της ελληνικής οπτικοακουστικής βιομηχανίας.
Τι είναι η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών – GSC; | Απαντάει το Διοικητικό Συμβούλιο
Ιδρύεται Σωματείο με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΩΝ». Για τη δραστηριότητα του Σωματείου στην Ελλάδα και την αλλοδαπή́ η επωνυμία του θα αποδίδεται στην αγγλική́ γλώσσα ως: «GREEK SOCIETY OF CINEMATOGRAPHERS» και θα γίνεται χρήση και των αρχικών αυτής: «G.S.C.».
Η Eνωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών επομένως, ιδρύθηκε στο πρότυπο αντίστοιχων Ενώσεων του εξωτερικού, γνωστότερες από τις οποίες είναι αυτές των ΗΠΑ (ASC) και της Μ. Βρετανίας (BSC). Το GSC είναι Μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κινηματογραφιστών που φέρει την επωνυμία IMAGO και αποτελείται σήμερα από πενήντα τέσσερεις Ενώσεις Κινηματογραφιστών/Διευθυντών Φωτογραφίας.
Καταστατικοί σκοποί της Ενωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών, μεταξύ άλλων, είναι: η ανάδειξη της τέχνης της φωτογραφίας του Κινηματογράφου, η αναγνώριση και η ανάδειξη του ρόλου του Κινηματογραφιστή, η προάσπιση, προαγωγή́, διαφύλαξη και προστασία του πνευματικού́ δικαιώματός του, η διασφάλιση της ποιότητας προβολής των οπτικοακουστικών έργων, η επικοινωνία και συνεργασία με αρμοδίους θεσμικούς ή μη φορείς.
Ποια ήταν η φιλοδοξία της Ενωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών – GSC όταν ξεκίνησε και ποια είναι σήμερα; | Απαντάει ο Οδυσσέας Παυλόπουλος
Μετά την ίδρυση της Ενωσης, η μεταξύ μας επαφή αρχικά επικεντρώθηκε σε προβολές στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, τεχνικά tests σε καινούργιας τεχνολογίας κινηματογραφικό εξοπλισμό, καθώς και σε events και απονομές βραβείων φωτογραφίας στα φεστιβάλ κινηματογράφου.
Με την πάροδο του χρόνου, συνεχίζουμε να προσπαθούμε για την υλοποίηση των σκοπών της Ενωσης που περιγράφονται στο Καταστατικό μας, δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση στην επιμόρφωση των νέων και μελλοντικών συναδέλφων μας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ενωση προτίθεται να υλοποιήσει σειρά εκπαιδευτικών πρακτικών εργαστηρίων (hands-on workshops) επαγγελματικού επιπέδου, που θα απευθύνονται σε βοηθούς χειριστή κάμερας και σε απόφοιτους/τελειόφοιτους σχολών κινηματογράφου και οπτικοακουστικών τεχνών, στον τομέα της εικόνας. Τα εκπαιδευτικά αυτά εργαστήρια θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σε συνεργασία με δημόσιους ή/και ιδιωτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον χώρο των οπτικοακουστικών.
Πόσο βοήθησε τον κλάδο σας να ανταλλάξει ιδέες, να νιώσει σαν κοινότητα, να κοιτάξει πιο βαθιά σε προβλήματα που σας απασχολούν; | Απαντάει ο Χρήστος Αλεξανδρής
Το 2012 λοιπόν, ήταν η χρονιά που καταφέραμε να προσπεράσουμε τον μεταξύ μας ανταγωνισμό, να καταπολεμήσουμε τον επαγγελματικό μας ασκητισμό, να παραμερίσουμε το «εγώ» μας και να προβάλλουμε επιτέλους το «εμείς». Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια και όταν πια το GSC, μέσα από διαπάλη και φουρτούνες, από απλή παρέα εξελίχθηκε σε υπολογίσιμο φορέα, ήταν ακριβώς το εμπεδωμένο αίσθημα της κοινότητας που μας κράτησε δραστήριους και ενωμένους, παρά τις κρίσεις και τις απώλειες μελών που βιώσαμε – ο δρόμος δεν ήταν ποτέ καλοστρωμένος, ούτε ευκολοδιάβατος. Ταυτόχρονα όμως, κατορθώσαμε να μην αμφισβητηθεί ποτέ η μοναδικότητα του καθενός από εμάς, ούτε ως επαγγελματιών ούτε ως δημιουργών με διακριτό έργο.
Τα Μέλη του GSC με τα ίδια όπλα σκοπεύουμε να πορευτούμε και στο μέλλον, με κύριο στόχο να αγκαλιάσουμε και να πείσουμε τους νέους συναδέλφους μας να ενταχθούν στην κοινότητά μας, απολύτως πεπεισμένοι πως αυτό μόνο καλό αποτέλεσμα μπορεί να φέρει στη μικρή, μα τόσο μεγάλη Ενωσή μας.
Χρήστος Αλεξανδρής. Επιλεκτική φιλμογραφία: «Night Tram» των Τζόναθαν Αντριοους και Τράβεν Ράις (1995, μικρού μήκους), «Φλεγόμενη Στέλλα» του Λευτέρη Χαρίτου (2000, μικρού μήκους), «Ενα Τραγούδι Δε Φτάνει της Ελισάβετ Χρονοπούλου (2003), «Μια Ζωή, Μια Εποχή του Μιχάλη Κακογιάννη» της Λυδίας Καρρά (2008), «Μικρή Αρκτος» της Ελισάβετ Χρονοπούλου (2015)
Πόσα μέλη έχει το GSC; Πώς μπορεί κάποιος να γίνει μέλος; | Απαντάει ο Βασίλης Κλωτσοτήρας
Η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών (GSC) έχει σαράντα τρία Τακτικά και επτά Επίτιμα Μέλη.
Για να γίνει κάποιος Τακτικό Μέλος της Ένωσης θα πρέπει να πληροί σωρευτικά τις παρακάτω προϋποθέσεις:
1) Να ασκεί το επάγγελμα του Κινηματογραφιστή/Διευθυντή Φωτογραφίας.
2) Να έχει δημιουργήσει τουλάχιστον τρία ολοκληρωμένα έργα μυθοπλασίας ή δημιουργικού ντοκιμαντέρ, εκ των οποίων το ένα πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον εξήντα λεπτών της ώρας και τα οποία έχουν πραγματοποιήσει δημόσια προβολή σε κινηματογραφική αίθουσα ή έχουν τύχει οποιασδήποτε μορφής εμπορικής τηλεοπτικής, διαδικτυακής ή άλλης μετάδοσης ή έχουν συμμετάσχει σε επίσημο φεστιβάλ στην Ελλάδα ή το εξωτερικό.
Αντιστοίχως, για να γίνει Επίτιμο Μέλος πρέπει να πληροί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Δεν είναι Τακτικό Μέλος, δεν είναι εν ενεργεία Κινηματογραφιστής/Διευθυντής Φωτογραφίας αλλά ασκούσε κατά το παρελθόν το επάγγελμα αυτό
β. Ασκεί ή ασκούσε στο παρελθόν επάγγελμα ή ειδικότητα που ανήκει στον οπτικοακουστικό χώρο είτε στον ευρύτερο χώρο των γραμμάτων και τεχνών και με πράξεις και ενέργειές του έχει συνδράμει ιδιαιτέρως ή εξακολουθεί να προσφέρει στην υλοποίηση των σκοπών του Σωματείου.
Η διαδικασία αποδοχής Τακτικού είτε Επίτιμου μέλους δεν είναι αυτοματοποιημένη, αλλά απαιτεί την αξιολόγηση όλων των εν ενεργεία Τακτικών και Επίτιμων Μελών.Επιπλέον, η Ένωση έχει Δόκιμα και Συνεργαζόμενα Μέλη, οι προϋποθέσεις για την αποδοχή των οποίων περιγράφονται αναλυτικά στο Καταστατικό της.
Βασίλης Κλωτσοτήρας – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Instabul Story» της Φωτεινής Σισκοπούλου (2016), «Symbiotic» της Στεφανίας Γιαννίκου (2017, μικρού μήκους), «Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους» της Κωνσταντίνας Βούλγαρη (2012), «Work Late» του Ιωάννη Χριστοφόρου (2005, μικρού μήκους)
Υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να γίνει κάποιος φίλος της Ενωσης; | Απαντάει ο Γιάννης Φώτου
Πυλώνας της Ενωσής μας είναι τα Τακτικά της μέλη, όμως ήδη από την ίδρυσή της πιστεύαμε στην εξωστρέφεια, την επαφή, την επικοινωνία και τη στήριξή της από το σύνολο της κινηματογραφικής κοινότητας. Για τον λόγο αυτό, τα ιδρυτικά μέλη είχαν προβλέψει την εγγραφή μελών που, με βάση το καταστατικό της, δεν είχαν τις προϋποθέσεις να γίνουν Τακτικά. Δημιουργήθηκε έτσι η ξεχωριστή κατηγορία Φίλοι της Ένωσης.
Στην κατηγορία αυτή, σύμφωνα με το Καταστατικό μας, μπορεί να εγγραφεί «όποιος εκφράζει το ενδιαφέρον του και βρίσκεται σε μακρόχρονη σχέση ή επαφή ή επικοινωνία ή συνεργασία με την Ένωση». Συνεπώς, μπορεί να εγγραφεί οποιοσδήποτε επιθυμεί να συνδράμει και να υποστηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο τους σκοπούς και τις δράσεις της Ένωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών.
Επειδή θεωρούμε σημαντικό να υπάρχει επικοινωνία και επαφή με όλους, καλούμε τους ενδιαφερόμενους να γίνουν Φίλοι της Ένωσής μας. Με ένα απλό e-mail στο contact@gsc.com.gr και οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμούν, μπορούν να υποβάλλουν αίτημα προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης, το οποίο και έχει την ευθύνη των εγκρίσεων.
Γιάννης Φώτου – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Μηδεια» του Δημητρη Αθανίτη (2022), «Daniel ‘16» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου (2020), «All the Pretty Horse» του Μιχάλη Κωνσταντάτου (2020), «A Simple Man» του Τάσου Γερακίνη (2020), «USSAK» του Κυριάκου Κατζουράκη (2017), «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη (2015), «Runaway Day» του Δημήτρη Μπαβέλλα (2013), «Luton» του Μιχάλη Κωνσταντάτου (2012), «Airhostess737» του Θανάση Νεοφώτιστου (2022, μικρού μήκους), «Λεωφορος Πατησιων» του Θανάση Νεοφώτιστου (2018, μικρού μήκους), «4 Μαρτιου» του Δημήτρη Νάκου (2015, μικρού μήκους)
Ποιο είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της Ενωσης και ποιο το νεότερο; Τι τους ενώνει τι τους χωρίζει; | Απαντάει ο Γιώργος Ραχματούλιν
Το μεγαλύτερο Τακτικό Μέλος είναι 81 χρονών και το μικρότερο 35. Τι μας ενώνει;
Πιστεύω, είναι κυρίως η αγάπη που έχουμε για τη δουλειά μας. Η Ενωση, μάς δίνει μια κοινή ταυτότητα, μάς ωθεί προς μια επαγγελματική εξωστρέφεια, μάς προσφέρει παρουσία σε φεστιβάλ, σε βραβεύσεις, σε σεμινάρια, δεχόμαστε στήριξη από οργανισμούς και εταιρείες, έχουμε πρόσβαση σε καινούργιες τεχνολογίες. Ολα αυτά μάς ενώνουν γιατί το σινεμά εξελίσσεται και μαζί του εξελισσόμαστε και εμείς.
Δεν πιστεύω ότι μάς χωρίζει κάτι ουσιαστικό.
Γιώργος Ραχματούλιν – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Το Παιδί στη Γέφυρα» του Πέτρου Χαραλάμπους (2016), «Παύση» της Τώνιας Μισιαλή (2018), «Α Summer Place» της Αλεξάνδρας Ματθαίου (2021, μικρού μήκους), «Patchwork» του Πέτρου Χαραλάμπους (2021), «Καλάβρυτα 1943» του Νικόλα Δημητρόπουλου (2021), «Δάφνη» της Τώνιας Μισιαλή (2022, μικρού μήκους)
Πόσες γυναίκες είναι μέλη και πόσοι άντρες στην Ενωση; Πώς αντιμετωπίζετε το θέμα της υποεκπροσώπησης των γυναικών στον κλάδο σας; Υπάρχουν κινήσεις ως προς μια μεγαλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών; | Απαντάει η Χριστίνα Μουμούρη
Το GSC έχει ως Τακτικά Μέλη σαράντα άντρες και μόλις τρεις γυναίκες. Νομίζω ότι τα νούμερα μιλάνε μόνα τους.
Η αλήθεια είναι ότι για το ζήτημα της υποεκπροσώπησης δεν έχει ακόμα ανοίξει ο διάλογος. Εχει γίνει μια μικρή κίνηση από το ΕΚΚ προκειμένου να δίνει μία μικρή επιπλέον επιδότηση στο συνολικό budget στην περίπτωση που το κινηματογραφικό συνεργείο έχει περισσότερες γυναίκες, αλλά ακόμα και αυτό δεν είναι αρκετό. Στην υπόλοιπη Ευρώπη έχει ανοίξει πιο ζεστά ο διάλογος για την 50/50 εκπροσώπηση των φύλων στην κινηματογραφική βιομηχανία. Το θέμα βέβαια είναι βαθύ.
Για παράδειγμα, βρες μου μια γυναίκα cinematographer που να την εμπιστεύτηκαν να κάνει μεγάλου μήκους ταινία στην αρχή της καριέρας της, στην ελληνική βιομηχανία. Νομίζω δεν θα βρεις καμία. Σε αντίθεση με τους άντρες που τους εμπιστεύονται πολύ πιο συχνά. Και πίστεψέ με υπάρχουν πολλές ταλαντούχες γυναίκες που δουλεύουν ως βοηθοί προς το παρόν.Για μένα, οι κινήσεις που έχουν γίνει δεν είναι αρκετές. Ενα σημαντικό βήμα έχει γίνει από το Φεστιβάλ Δράμας, αλλά όχι σε επίπεδο παραγωγής.
Εχω συνεργαστεί με σκηνοθέτες και παραγωγούς που το αντιλαμβάνονται αυτό και επιμένουν να χρησιμοποιούν γυναικεία κινηματογραφικά συνεργεία, αλλά είναι ακόμα η μειοψηφία.
Χριστίνα Μουμούρη – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Χαμομήλι» του Νεριτάν Ζιντζιρία (2013, μικρού μήκους), «The Time of a Young Man About to Kill» του Νεριτάν Ζιντζιρία (2015, μικρού μήκους), «Νηπενθές» του Γιάννη Συμβώνη (2016, μικρού μήκους), «Ο Αγρότης» του του Στάθη Αποστόλου (2016, μικρού μήκους), «Ευτυχισμένοι Πρίγκηπες» του Πάνου Δεληγιάννη (2018), «Zizotek» του Βαρδή Μαρινάκη (2019), «Δεν Θέλω Να Γίνω Δυσάρεστος Αλλά Πρέπει Να Μιλήσουμε Για Κάτι Πολύ Σοβαρό» του Γιώργου Γεωργοπούλου (2019), «Motorway 65» της Εύης Καλογεροπούλου (2020, μικρού μήκους), «Αμυγδαλή» της Μαρίας Χατζάκου (2021, μικρού μήκους)
Τι δράσεις δρομολογήσατε γενικά ως GSC μέσα σε αυτά τα χρόνια; Που αποσκοπούσαν; Τι αποκομίσατε από αυτές; | Απαντάει το Διοικητικό Συμβούλιο
Το GSC από την ίδρυσή του έχει υλοποιήσει μεγάλο αριθμό σημαντικών δράσεων, από τις οποίες μόνο ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν ορισμένες.
Διοργάνωση Συνεδρίου της IMAGO το 2014 –το πρώτο που έγινε εκτός τής έδρας της στις Βρυξέλλες και πραγματοποιήθηκε σε Αθήνα και Δελφούς με συμμετοχή όλων των χωρών–, σε μία συνάντηση που χαρακτηρίστηκε από τα ίδια τα μέλη της IMAGO ως «ιστορική».
Διοργάνωση ομαδικής έκθεσης στατικής φωτογραφίας το 2013, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση πάσχοντος συναδέλφου, η οποία συγκέντρωσε πλήθος φίλων και πέτυχε τον σκοπό της.
Διοργάνωση προβολών ταινιών μικρού μήκους στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση το 2016, με προσκεκλημένους Δ. Φωτογραφίας, οι οποίοι συμμετείχαν σε συζήτηση με το κοινό.
Διοργάνωση masterclasses από Δ. Φωτογραφίας με διεθνή παρουσία, όπως οι: Christian Berger AAC, Phaidon Papamichael ASC,GSC, Haris Zambarloukos BSC,GSC, Mátyás Erdély HSC, που έφεραν το κοινό σε επαφή με την τέχνη της κινηματογραφίας, σε εκδηλώσεις που συγκέντρωσαν περισσότερα των 1000 ατόμων.
Ετήσια Βραβεία Διεύθυνσης Φωτογραφίας GSC σε μεγάλου και μικρού μήκους ελληνικές ταινίες, τα οποία κατά κανόνα απονέμονται σε τελετές απονομής με πολλούς προσκεκλημένους από τον οπτικοακουστικό χώρο και όχι μόνον.
Δράσεις με επίκεντρο τη διεύθυνση φωτογραφίας με παρουσιάσεις νέου τεχνικού εξοπλισμού, σε συνεργασία με Φεστιβάλ. Οι παραπάνω δράσεις έτυχαν πολύ μεγάλης προβολής από τα ίδια τα Φεστιβάλ και συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό κοινού.
Διοργάνωση προβολών ταινιών στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος με παρουσία των δημιουργών και συζητήσεις με το κοινό.
Συμμετοχή σε συζητήσεις και επικοινωνία με σχετικούς φορείς για το θέμα και τον ενδεικνυόμενο τρόπο της ψηφιοποίησης παλαιότερων –κινηματογραφημένων με φιλμ– ταινιών.
Δράσεις που αφορούν τα νέα εργαλεία και τις τεχνικές κινηματογράφησης, που αφορούν κυρίως τους επαγγελματίες κινηματογραφιστές, αλλά όχι μόνο αυτούς.
Από τις παραπάνω δράσεις, πέρα από τον επιμορφωτικό ή ενημερωτικό χαρακτήρα τους, αποκομίσαμε κυρίως την εμπέδωση της μεταξύ μας συναδελφικότητας, θεμελιώσαμε το αίσθημα της κοινότητας και αποκτήσαμε πολύτιμους φίλους και συνεργάτες.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι περισσότερες από τις δράσεις δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν χωρίς την αμέριστη οικονομική στήριξη των χορηγών μας, οι οποίοι, με το πέρασμα του χρόνου, επίσης έχουν αποδειχθεί πολύτιμοι φίλοι της Ενωσής μας και δημοσίως τους ευχαριστούμε θερμά γι΄αυτό. Με την ευκαιρία θα θέλαμε εδώ να τους αναφέρουμε: ANMAR εργαστήριο εικόνας | CALAVITIS αντιπροσωπία κινηματογραφικού εξοπλισμού | CINE CRANE κινηματογραφικός εξοπλισμός προς ενοικίαση | D&K Rental House κινηματογραφικός εξοπλισμός προς ενοικίαση | MANIOS Cine Tools Cine Video Equipment Center | ARCTOS κινηματογραφικός εξοπλισμός προς ενοικίαση | AUTHORWAVE υπηρεσίες post production εικόνας και ήχου | CEKTA κινηματογραφικός εξοπλισμός προς ενοικίαση | MAKEDON LTD Cine Lighting Systems | MetaPost Post Productions Services | SIGMA Greece αντιπροσωπία κινηματογραφικού εξοπλισμού
Πόσο σας ενδιαφέρει η εκπαίδευση νέων κινηματογραφιστών; Ποιες κινήσεις έχετε δρομολογήσει ως προς αυτόν τον τομέα; | Απαντάει ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος
Η παιδεία είναι ό,τι πιο σημαντικό στη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα, ακόμα περισσότερο στον χώρο του θεάματος που είχε/έχει και μια διάθεση συχνά τυχοδιωκτική, συνθήκη που παρατηρείται σε πολλές εκφάνσεις του «σινεμά».
Σαφώς υπάρχουν οι mavericks σαν τον περίφημο κοσμοπολίτη συνάδελφο στην εικόνα Κρίστοφερ Ντόιλ (HKSC), από τις πιο επιδραστικές παρουσίες της τελευταίας τριακονταετίας μέσα από τις συνεργασίες του με τον Γουόνγκ Καρ Γουάι κύρια, που δεν έχει συμβατικές κινηματογραφικές σπουδές, αλλά αποτελεί «σχολή» από μόνος του. Μεγάλες προσωπικότητες από διάφορες περιόδους όπως οι Σάσα Βιέρνι (AFC), Ρόμπερτ Ρίτσαρντστον (ASC), Αντονι Ντοντ=Μαντλ (DFF BSC ASC), Ρενάτο Μπέρτα (AFC), Ντάριους Κόντζι (AFC, ASC), χαρακτηρίζονται από μια φινέτσα που έχει τη βάση της στην κινηματογραφική παιδεία που απέκτησαν. Ας θυμηθούμε και τον ξεχωριστό Αριστείδη (Ντίντη) Καρύδη-Φουξ αλλά και τον Δήμο Σακελλαρίου, ενώ από την επόμενη γενεά ας σταθούμε στους δύο συμφοιτητές στη ‘Ecole Lumière Σταύρο Χασάπη και Ανδρέα Μπέλη (αμφότεροι Επίτιμα μέλη GSC): η εικόνα των ταινιών που δημιούργησαν με τη χειρονομία τους θα ξεχωρίζει πάντα.
Ας προστεθεί εδώ πως η ιδιότητα του Διευθυντή Φωτογραφίας είχε πάντα και το χαρακτήρα της μετάδοσης γνώσεων και στους (νεότερους) συνεργάτες, όπως και σε αυτούς που θα ενταχθούν μελλοντικά στον κινηματογραφικό χώρο: είναι εξ άλλου μια από τις βασικότερες συνθήκες που απασχολούν και την Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών/GSC, αλλά και όλες τις αδελφές Ενώσεις σε οικουμενικό επίπεδο. Η συνθήκη αυτή έχει τη βάση της στη συνεχή ανάγκη για ενημέρωση στο πλαίσιο των τεχνικών απαιτήσεων, όπως και της αντίστοιχης προόδου που χαρακτηρίζεται πλέον από ιλιγγιώδη τεχνολογικά άλματα, στοιχεία που πρέπει να ενταχθούν άμεσα σε κάποια νέα πιθανή συνεργασία, ενώ παράλληλα πρέπει να συνομιλήσουν δημιουργικά με τα θέματα οπτικής, αισθητικής και εικαστικότητας που αποτελούν την ουσία της υπόστασης της Διεύθυνσης Φωτογραφίας ως αντικειμένου.
Ο κινηματογραφιστής «γηράσκει αεί διδασκόμενος», έχοντας παράλληλα στο DNA του τη μεταδοτικότητα, καθώς ο ρόλος του σε ένα set διέπει κάθε τι που αφορά την εικόνα, ενώ η ματιά του είναι αυτή που προσδίδει αυτήν την ξεχωριστή ποιότητα στην οπτική αφήγηση. Παραδοσιακά, η συνθήκη αυτή ισχυροποιείτο από την περίοδο apprentissage, όπου δίπλα σε έναν maître δινόταν η ευκαιρία στον μαθητευόμενο μάγο να εμβαθύνει στην ουσία του αντικειμένου της εικόνας συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνθήκη που δυστυχώς εκλείπει σταδιακά, καθώς οι μακροσκελείς σπουδές ακόμα και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, δεν επιτρέπουν αυτήν την τόσο πολύτιμη μαθητεία. Κάτι χάνεται σίγουρα, αλλά έχει τόσο πολύ αλλάξει το μέσο επίσης, που συγχωρεί πολλά προβλήματα ανυπέρβλητα στο παρελθόν.
Απομένει μια νοοτροπία, μια αισθητική προσέγγιση, όπως και μια γενναιοδωρία που είναι βασική παράμετρος της υπόστασης του GSC. Από την ίδρυση του μεγάλες προσωπικότητες της κινούμενης εικόνας, όπως ο περίφημος Αυστριακός συνάδελφος Κρίστιαν Μπέργκερ (AAC), οι μακρινοί μας συμπατριώτες Φαίδων Παπαμιχαήλ και Τζέιμς Χρυσανθης αμφότεροι ASC, GSC, όπως και ο Xάρης Ζαμπαρλούκος BSC GSC, μετέδωσαν τις γνώσεις και την εμπειρία τους μέσα από ιδιαίτερα σημαντικά masterclasses. Επίσης, ποικίλες δράσεις με έμφαση σε θέματα εξοπλισμού, αλλά και αντίστοιχες προσφορές υποστήριξης σε νεότερους συναδέλφους, είναι κάποιες μόνο από τις συνθήκες που έχουν την αύρα του GSC, με έμφαση την ενημέρωση και την εμβάθυνση φυσικά σε θέματα εικόνας: η έρευνα, η διαρκής αναζήτηση, ή όπως όμορφα τίθεται από το motto (εμπνευσμένο από τον Αρχιμήδη) του American Society of Cinematographers, «give us a place to stand and we’ll film the universe.»
Δημήτρης Θεοδωρόπουλος – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Η Καρδιά του Κτήνους» του Ρένου Χαραλαμπίδη (2005), «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές Ροκ» του Αντώνη Μποσκοϊτη (2006), «Καντίνα» του Σταύρου Καπλανίδη (2009), «Ιερόσυλοι» της Μάρσας Μακρή (2017)
Τα βραβεία σας – και της χρονιάς αλλά και τα επιμέρους στα Φεστιβάλ – σε τι αποσκοπούν; | Απαντάει ο Παντελής Μαντζανάς
Το GSC Award καλύτερης Κινηματογράφησης ξεκίνησε το 2016 και σύντομα έγινε ετήσιο. Δικαίωμα συμμετοχής σε αυτό έχουν: Μέλη της Ενωσης, ανεξαρτήτως της παραγωγής στην οποία συνεργάστηκαν και Ελληνες Κινηματογραφιστές (μη μέλη) ή και αλλοδαποί που έχουν συμμετοχή σε ελληνική παραγωγή.
Βραβευμένοι από το ξεκίνημα του GSC Award είναι οι: Χρήστος Καραμάνης για το «Τετάρτη 4:45», Κλαούντιο Μπολιβάρ για την «Πολυξένη», Χριστίνα Μουμούρη για το «Ζίζοτεκ», Γιώργος Καρβέλας για το «Digger» και Χάρης Ζαμπαρλούκος για το «Belfast».
Θεωρούμε σημαντικό ότι μπορούμε να βλέπουμε και να αξιολογούμε τις ταινίες των συναδέλφων μας, ενώ στην απονομή του Βραβείου έχουμε την ευκαιρία να βρισκόμαστε και να συζητούμε για αυτές. Επιπλέον, είναι σημαντικό ότι το βραβείο καλύτερης Κινηματογράφησης το έχουν αποφασίσει αυτοί που γνωρίζουν τι σημαίνει οπτική αφήγηση, ώστε να έχει το κύρος που του αναλογεί. Για τους παραπάνω λόγους, στην αξιολόγηση και την ψηφοφορία του GSC Award συμμετέχουν όλα τα Τακτικά και Επίτιμα μέλη του GSC.
Συμμετέχουμε επίσης στο Φεστιβάλ Δράμας (DISFF) όπου κάθε χρόνο το GSC απονέμει Επαινο σε νέα/νέο συνάδελφο. Το σκεπτικό αυτή της βράβευσης είναι να βοηθήσουμε στα πρώτα βήματα τους νέους. Η επιτροπή αποτελείται από Μέλη της Ενωσης και κάθε χρόνο είναι διαφορετική. Τα προηγούμενα χρόνια έχουν βραβευτεί οι: Μανού Τιλίνσκι, Γιάννης Σίμος, Φίλη Ολσέφσκι, Γιάννης Καραμπάτσος, Θωμάς Τσιφτελής, Αργύρης Γερμανίδης.
Κατά περίπτωση έχουμε συμμετάσχει στις Νύχτες Πρεμιέρας, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας και στο Φεστιβάλ Πελοποννήσου.
Παντελής Μαντζανάς – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Τα Μάτια Που Τρώνε» του Σύλλα Τζουμέρκα (1999, μικρού μήκους), «Homeland» του Σύλλα Τζουμέρκα (2010), «Τσέλσι – Μπαρτσελόνα» του Αλέξανδρου Χατζή (2012), «Α Blast» του Σύλλα Τζουμέρκα (2014), «Smac» του Ηλία Δημητρίου (2015), «I Will Cross Tomorrow» της Σεπιντέ Φαρσί (2019).
Ποια είναι η σχέση σας με το Υπουργείο Πολιτισμού, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου,, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Δράμας, τη Σχολή Κινηματογράφου στο ΑΠΘ, τις ιδιωτικές σχολές κινηματογράφου και με τις υπόλοιπες ενώσεις επαγγελματιών; | Απαντάει το Διοικητικό Συμβούλιο
Στα δέκα χρόνια της ύπαρξής της, η Ενωση προσπάθησε και προσπαθεί να έχει αρμονική και γόνιμη σχέση με όλους τους εμπλεκόμενους στον κόσμο του Κινηματογράφου.Εντούτοις, το πιο πιθανό είναι πως το Υπουργείο Πολιτισμού αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή μας, ενδεχομένως επειδή ποτέ δεν ζητήσαμε οικονομική υποστήριξη ή κάποια άλλη εκδούλευση. Στη μοναδική επιστολή που στείλαμε για να πληροφορήσουμε ποια είναι η θέση μας για την ψηφιοποίηση ταινιών, η ηγεσία του Υπουργείου επέλεξε να μην απαντήσει.
Με το ΕΚΚ είχαμε εξαιρετική συνεργασία όταν και όπου χρειάστηκε. Η Διοίκησή του είναι πάντα ανοικτή να μας δεχτεί και να συνομιλήσουμε.
Με την ΕΑΚ, δυστυχώς η έως τώρα συνεργασία μας δεν ήταν η αναμενόμενη και πραγματικά ελπίζουμε ότι το νέο Διοικητικό Συμβούλιο θα αναθεωρήσει την αφ’ υψηλού στάση που το προηγούμενο τήρησε απέναντι στην Ένωσή μας.
Με το ΦΚΘ έχουμε εξαιρετική συνεργασία που αποτυπώνεται σε κοινές δράσεις, παρουσιάσεις, εκδηλώσεις, κ.ά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα Masterclasses Μελών της Ενωσης με παράλληλες παρουσιάσεις προϊόντων, κάμερες, φωτιστικά σώματα, εφαρμογές τεχνικών color correction, κ.ά., τη συνδιοργάνωση του προγράμματος Meet the future, που οκτώ νέοι Διεθυντές Φωτογραφίας κινηματογράφησαν από́ μια μικρού́ μήκους ταινία και τη συνδιοργάνωση Q&A με έξι Διευθυντές Φωτογραφίας, μέλη του GSC και συμμετοχή κοινού.
Εξίσου αρμονική συνεργασία υπάρχει και με το Φεστιβάλ Δράμας, στο οποίο το GSC κάθε χρόνο απονέμει έπαινο καλύτερης κινηματογράφησης σε νέα/νέο συνάδελφο.
Επιπλέον, να αναφέρουμε την εξαιρετική συνεργασία που έχουμε με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, έναν χώρο όπου η Ενωση διοργανώνει πολλές από τις εκδηλώσεις της. Οφείλουμε ιδιαιτέρως να αναφέρουμε την τεχνικά άρτια προβολή που διαθέτει, την οποία και ως επαγγελματίες Διευθυντές Φωτογραφίες συχνά επιλέγουμε για τις δοκιμαστικές προβολές μας.
Τις ίδιες καλές σχέσεις έχουμε με τις Σχολές Κινηματογράφου, δημόσιες και ιδιωτικές, στις οποίες, άλλωστε, πολλά από τα Μέλη της Ενωσής μας διδάσκουν.
Τέλος, θα λέγαμε ότι οι σχέσεις συνεργασίας και ανταλλαγής απόψεων με σχεδόν όλες τις Ενώσεις επαγγελματιών βρίσκονται σε καλό επίπεδο.
Ποια είναι η κατάσταση στο τομέα της διεύθυνσης φωτογραφίας στην Ελλάδα σήμερα; Ποια πρόοδος έχει σημειωθεί και τι παραμένει προβληματικό; | Απαντάει η Ολυμπία Μυτιληναίου:
«Ο Διευθυντής Φωτογραφίας είναι ένας οπτικός ψυχίατρος που συγκινεί το κοινό μέσα από τις ταινίες, το κάνει να πιστεύει τα πράγματα που θέλουμε, ζωγραφίζοντας πίνακες στο σκοτάδι.» – Γκόρντον Γουίλις
Οταν ο Διευθυντής φωτογραφίας φωτίζει πρέπει όλοι να κάνουν ησυχία, γιατί όπως λέει και ο συνάδερφος πιο πάνω είναι ένας οπτικός ψυχίατρος που χρειάζεται τον χώρο και τον χρόνο που τού αναλογεί.
Η κατάσταση της έλλειψης εκπαιδευμένου προσωπικού λόγω της αύξησης των ξένων παραγωγών έφερε μια αναστάτωση. Γιατί είναι τέτοια η διαφορά στις πληρωμές που δεν μπορείς να τις ανταγωνιστείς. Ετσι έχουμε μείνει από καλούς συνεργάτες.
Από την άλλη, στις ξένες παραγωγές δεν υπάρχει ενδιαφέρον να συνεργαστούν με Ελληνες Διευθυντές φωτογραφίας, κυρίως γιατί λίγοι γνωρίζουν τη δουλειά μας. Δηλαδή, δεν υπάρχει οργάνωση όπως σε άλλες χώρες με κάποιο εξειδικευμένο agency που θα μπορούσε να μας προτείνει σε κάποια παραγωγή του εξωτερικού.
Οι προϋπολογισμοί των ελληνικών ταινιών είναι πολύ χαμηλοί και δεν μπορούν να προσφέρουν τον απαραίτητο χρόνο και τα εργαλεία για μια δημιουργική φωτογραφία: το οικονομικό καθορίζει την εικόνα. Βρίσκω ότι είμαστε εγκλωβισμένοι.
Παρά ταύτα και μέσα από τις αντιξοότητες, έχουμε εξαιρετικούς Διευθυντές Φωτογραφίας και πιστεύω ότι κάθε χρόνο είμαστε και καλύτερα.
Ολυμπία Μυτιληναίου – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Αύριο θα ναι Αργά» της Λάγιας Γιούργου (2001), «Στρέλλα» του Πάνου Χ, Κούτρα (2009), «David is Dying» του Στίβεν Λόιντ Τζάκσον (2011), «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά (2013), «A mon âge, Je me Cache Encore pour Fumer» της Ραϊχάνα Ομπερμέγιερ (2015), «Γυναίκες που Περάσατε από Δω» του Σταύρου Τσιώλη (2017), «Goads» της Ιριδας Μπαγλανέα (2019, μικρού μήκους), «Dodo» του Πάνου Χ. Κούτρα (2022)
Δεν είστε εργατικό σωματείο, αλλά εργασιακά ο κλάδος σας ποια προβλήματα έχει και πώς θα μπορούσαν να λυθούν; | Απαντάει ο Διονύσης Ευθυμιόπουλος
Πράγματι η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών δεν είναι εργατικό σωματείο και ο σκοπός που δημιουργήθηκε ακουμπάει κατά βάση και σύμφωνα με το καταστατικό της στη διάδοση της τέχνης του Ελληνα κινηματογραφιστή-διευθυντή φωτογραφίας και το πολιτισμικό υπόβαθρο αυτής, ως ένα από τα βασικά μέλη κατασκευής μιας κινηματογραφικής ταινίας, ενός έργου μυθοπλασίας.
Συνεπώς, ως μέλη μιας μεγάλης ομάδας δημιουργών και επιτελικών τεχνικών, οι Διευθυντές Φωτογραφίας, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, βρίσκονται αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα που διέπουν όλους τους εργαζόμενους στον χώρο παραγωγής οπτικοακουστικών έργων.
Αξιολογώντας τα κανείς μέσα από την βιωματική εμπειρία, των τελευταίων τουλάχιστον χρόνων και εστιάζοντας περισσότερο στην ελληνική παραγωγή για να συνδεθούμε απευθείας με το εγχώριο πολιτισμικό προϊόν και όχι απαραιτήτως με τη σειρά που παρατίθενται, εύκολα διαπιστώνει ότι η οικονομική στενότητα των προϋπολογισμών, σε συνδυασμό με την απουσία βασικών κανόνων και κυρίως Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μεταξύ των μερών και την εντατικοποίηση της εργασίας στον χώρο παραγωγής, συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα των προβλημάτων και των στρεβλώσεων.
Πέραν τούτων, επειδή αναφερόμαστε στην παραγωγή ενός δύσκολου εγχειρήματος, όπως είναι η μυθοπλασία, θα μπορούσαμε να «φορτώσουμε» επιμέρους σωρεία αντιξοοτήτων ως παράγωγο των ζητούμενων-επιδιώξεων κάθε έργου ξεχωριστά, που αυτομάτως θα μετέτρεπε τον χώρο ενός άρθρου σε νουβέλα.
Η απάντηση στο «ερώτημα του ενός εκατομμυρίου», πως δηλαδή θα μπορούσαν να επιλυθούν τα εργασιακά προβλήματα των κινηματογραφιστών, τολμώ να γράψω πως μάλλον απαντήθηκε με τη διαπίστωσή τους πιο πάνω και την περιγραφή τους.
Μετά βεβαιότητας δεν ζούμε στον κόσμο των εύκολων λύσεων, οφείλουμε όμως να τονίσουμε ότι ο κόσμος των «εργατών της τέχνης» ούτε ομοιόμορφος είναι, αλλά ούτε και ιδανικός και προπαντός όχι ξεχωριστός. Πάνω από τη γραμμή και κάτω από αυτή, ταλανίζεται από κακώς κείμενα και προβλήματα αντίστοιχα με όλης της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας της χώρας τού σήμερα.
Κλείνοντας, θα πρέπει να σκεφτούμε τι δεν έχουμε κάνει όλα τα τελευταία χρόνια, εμείς ως κοινότητα κινηματογραφιστών και τότε αβίαστα θα προκύψουν απαντήσεις που ίσως δεν θα μας αρέσουν.
Διονύσης Ευθυμιόπουλος – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Εκεί που Ζούμε» του Σωτήρη Γκορίτσα (2022), «H Δουλειά της» του Νίκου Λαμπότ (2017), «Η Επιφάνεια των Πραγμάτων» της Νάνσυς Μπινιαδάκη (2016), «Ο Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου (2016), «Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου (2013), «Πρώτη Υλη» του Χρήστου Καρακέπελη (2011), «Big Hit» του Κάρολου Ζωναρά (2013), «Index» του Νικόλα Κολοβού (2019, μικρού μήκους), «Ιωάννα» του Παναγιώτη Φαφούτη (2015, μικρού μήκους), «Το Σύκο» του Νικόλα Κολοβού (2015, μικρού μήκους), «Cavo D’ Oro» του Σιαμάκ Ετεμάντι (2012, μικρού μήκους), «Tender» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2004, μικρού μήκους), «Εκκρεμές» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2003, μικρού μήκους)
Η τεχνολογική εξέλιξη πώς έχει επηρεάσει το επάγγελμά σας; Προς το καλύτερο μόνο ή και προς το χειρότερο; | Απαντάει ο Παναγιώτης Σαλαπάτας
Κατά τα γυρίσματα του «Forget Me Not» σε σκηνοθεσία Γιάννη Φάγκρα είχε τεθεί το θέμα αν θα χρησιμοποιούσαμε μηχανή λήψης με φιλμ ή ψηφιακή μηχανή λήψης. Τα γυρίσματα θα ήταν δύσκολα με ένα μήνα περίπου μέσα σε πλοίο στον Βερύγγειο πορθμό. Αποφασίσαμε από κοινού να χρησιμοποιήσουμε μηχανή με φιλμ 35mm. Αν και ελαφριά (Moviecam LT), ήταν μία στιβαρή μηχανή λήψης. «Αν ξεκινώ να γυρίζω και πετάξω την κάμερα κάτω, θέλω να συνεχίζει να γυρίζει και να μην σταματά» ήταν τα λόγια του σκηνοθέτη. Ηταν μία κάμερα που άντεχε την υγρασία, τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και τα χτυπήματα (το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας ήταν γυρισμένο στο χέρι). Αν και υπήρχε τότε και η επιλογή της ψηφιακής μηχανής, η Moviecam LT μάς έδωσε την αυτοπεποίθηση ότι θα λειτουργήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Ως διευθυντής φωτογραφίας έχω εργαστεί αρκετές φορές με την ψηφιακή εικόνα και θα συνεχίζω να την χρησιμοποιώ. Ενας κύριος λόγος είναι το κόστος. Τις περισσότερες φορές το να κινηματογραφήσει κανείς ψηφιακά είναι πιο φθηνό από το φιλμ. Η τεχνολογία έκανε επίσης αρκετά μηχανήματα του επαγγέλματος προσιτά στους/στις κινηματογραφιστές/στριες. Με μία ψηφιακή μηχανή λήψης παρακάμπτεις το εργαστήριο (τουλάχιστον το φωτοχημικό μέρος του, αφού υπάρχει και η ψηφιακή επεξεργασία εικόνας – το color grading), μεταφέρεις το υλικό σου σε έναν υπολογιστή και αρχίζεις να μοντάρεις. Δεν χρειάζεται να αγοράσει κανείς φιλμ (ούτως ή άλλως είναι πανάκριβο για τους σημερινούς χαμηλούς προϋπολογισμούς των ελληνικών ταινιών) και είναι πολλοί/ές οι Δ. Φωτογραφίας που ισχυρίζονται ότι η ψηφιακή εικόνα είναι τόσο καλή που δεν την ξεχωρίζει κανείς από εκείνη του φιλμ.Πέρα από την ευκολία με την οποία η εικόνα πλέον αποτυπώνεται, οι μηχανές λήψης έχουν γίνει πιο ελαφριές και οι αισθητήρες (η φωτοευαίσθητη επιφάνεια όπου το φως μετατρέπεται σε ηλεκτρικό ρεύμα και σχηματίζεται η εικόνα) έχουν γίνει πιο ευαίσθητοι σε χαμηλές φωτιστικές συνθήκες. Αρκεί να καταλάβει κανείς ότι το φιλμ με ευαισθησία 500 ASA, που θεωρείτο ένα πολύ ευαίσθητο φιλμ ειδικά για χαμηλούς φωτισμούς, δεν μπορεί να συγκριθεί από άποψη ευαισθησίας με έναν αισθητήρα που λειτουργεί με διπλή ευαισθησία, όχι μόνο στα 800 ASA αλλά και στα 2500 ASA. Τα 2500 ASA είναι πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερη ευαισθησία στο φως από τα 500 ASA. Αυτό αυτομάτως συνεπάγεται λιγότερα φώτα και ευελιξία όσον αφορά στα γυρίσματα – ειδικά τα νυχτερινά που έχουν πολλές τοποθεσίες.
Η καλπάζουσα τεχνολογία έχει αλλάξει και τα φωτιστικά σώματα. Είναι πιο ελαφριά, πιο ευέλικτα, δεν ζεσταίνονται τόσο όσο οι προγενέστερες γενιές φώτων και μπορούν να εξισορροπηθούν μεταξύ τους χρωματικά (RGB lights) πολύ εύκολα και γρήγορα. Επίσης, ελέγχονται από απόσταση με ένα κινητό τηλέφωνο ή ένα tablet. Η τελευταία μου ταινία, Μια Νύχτα στο Θέατρο, του πρωτοεμφανιζόμενου Σωτήρη Σταμάτη, που προβλήθηκε στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κινηματογραφήθηκε με τη μηχανή λήψης Panasonic EVA-1 σε «τιμή» ευαισθησίας 2500 ASA με πολύ λίγα φώτα. Το συνεργείο αποτελείτο από τέσσερα άτομα, όλοι τελειόφοιτοι τού Τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Μία τέτοια πολύ χαμηλού προϋπολογισμού ταινία δεν θα μπορούσε να κατασκευασθεί τρεις δεκαετίες νωρίτερα.
Η ράβδος βέβαια έχει πάντα δύο άκρες. Το γεγονός ότι κάποιος έχει πρόσβαση σε μία ροή εργασιών (λήψη, μοντάζ, χρωματική επεξεργασία, τελική κόπια) με ένα υπολογιστή και μία φθηνή μηχανή λήψης δεν σημαίνει ότι μπορεί να κατασκευάσει και μία ολοκληρωμένη ταινία. Οι αισθητικές επιλογές, η γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου και η μεταφορά ενός σεναρίου σε εικόνες που να έχουν ομοιογένεια και να αποδίδουν όχι μόνο εξωτερικούς κόσμους αλλά και τους εσωτερικούς των χαρακτήρων, δεν εξαρτώνται από την τεχνολογία. Βασίζονται στην καλλιτεχνική ωριμότητα και την ευαισθησία.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο φωτογράφος Μπρους Μπάρνμπαουμ σε άρθρο στην ιστοσελίδα του: «Οι παραδοσιακοί φωτογράφοι πρώτα “βλέπουν” και μετά φωτογραφίζουν. Οι ψηφιακοί φωτογράφοι πρώτα φωτογραφίζουν και μετά βλέπουν την LCD οθόνη στο πίσω μέρος της μηχανής τους». (https://www.barnbaum.com/essay/2015/11/11/new-thoughts-on-digital-photography)
Η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών, μέσα από τις συνεχείς συναντήσεις μεταξύ των μελών της, τα masterclasses και τις χορηγίες καταφέρνει να μας κρατάει όλους ενήμερους όσον αφορά στην τεχνολογία. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι εμείς, τα μέλη της, μοιραζόμαστε το πώς να βλέπουμε πρώτα και να κινηματογραφούμε μετά.
Παναγιώτης Σαλαπάτας – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Πες στην Μορφίνη την Ψάχνω Ακόμη» του Γιάννη Φάγκρα (2001), «Σκλάβοι στα Δεσμά τους» του Τώνη Λυκουρέση (2008), «Forget me Not» του Γιάννη Φάγκρα (2014), «Μία Νύχτα στο Θέατρο» του Σωτήρη Σταμάτη (2021)
Ο ΕΚΟΜΕ και η προσέλκυση ξένων παραγωγών στην Ελλάδα, αλλά και η πληθώρα της τηλεοπτικής παραγωγής τον τελευταίο χρόνο, τι αλλαγές έφερε στο δυναμικό της Διεύθυνσης Φωτογραφίας στην Ελλάδα; | Απαντάει ο Αργύρης Θέος**
Η δημιουργία του ΕΚΟΜΕ υποστηρίχθηκε ακαδημαϊκά από προϋπάρχουσα μελέτη του ΙΟΒΕ (2014) με τίτλο: «Παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών στην Ελλάδα: Επιδράσεις στην οικονομία». Η μελέτη αυτή κατέδειξε ότι για κάθε 1 εκατομμύριο ευρώ που δαπανά μια παραγωγή στη χώρα μας, η επίδραση στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 1,3 εκατομμύρια και ταυτόχρονα δημιουργούνται 30 θέσεις εργασίας.
Μετά τα πρώτα χρόνια, που τα αποτελέσματα ήταν ανεπαρκή και μετά την τελευταία τροποποίηση του νομικού πλαισίου, είναι γεγονός ότι το ΕΚΟΜΕ λειτουργεί «με τις μηχανές σε πρόσω ολοταχώς».
Τρεις κύριες κατηγορίες ωφελούμενων έχουν δημιουργηθεί και η απάντησή μας οφείλει να διαφοροποιηθεί ανάλογα.
1η κατηγορία: Κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές ξένης παραγωγής
Σε αυτές δεν συνηθίζεται να προσκαλείται Έλληνας Διευθυντής Φωτογραφίας, καθώς η δημιουργική ομάδα έρχεται έτοιμη από έξω. Οι επιδράσεις είναι κυρίως έμμεσες.
Οι άνθρωποι που στελεχώνουν την ομάδα του Διευθυντή Φωτογραφίας (εικονολήπτες, βοηθοί οπερατέρ, σεφ ηλεκτρολόγοι (gaffers), ηλεκτρολόγοι, μακινίστες, κ.ά.) αποκτούν χρήσιμη εμπειρία, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο παραγωγικοί κατά τη μελλοντική συνεργασία τους με τον Ελληνα Διευθυντή Φωτογραφίας.
Ειδικά για τους εικονολήπτες και βοηθούς, η συνεργασία με τέτοιες παραγωγές αποτελεί «σχολείο», τα αποτελέσματα του οποίου θα φανούν τα επόμενα χρόνια, όταν δηλαδή και αυτοί με τη σειρά τους θα αναλάβουν ρόλο Διευθυντή Φωτογραφίας.
Γίνεται φανερό ότι έμμεσα οι επιδράσεις είναι θετικές. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τις άμεσες.
Οι ξένοι παραγωγοί -στην προσπάθειά τους να περιορίσουν ανελαστικά κόστη, όπως τα ενοίκια χώρων, εξοπλισμού, ημερήσιες αμοιβές των ακριβοπληρωμένων ηθοποιών κλπ.- πιέζουν τους Ελληνες εκτελεστές παραγωγούς για πολύωρα γυρίσματα. Δεν είναι σπάνιο (με δέλεαρ μια αυξημένη αμοιβή) να ζητούν 15 ή και 18 ώρες γυρίσματος, πράγμα που, εκτός από παράνομο, έχει προφανείς αρνητικές συνέπειες στην υγεία των εργαζομένων.
2η κατηγορία: Ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες
Οι Ελληνικές ταινίες σχεδόν ανέκαθεν αντιμετώπιζαν δυσκολία (και μερικές φορές αδυναμία) να ολοκληρώσουν το χρηματοδοτικό τους πλάνο. Η «ένεση χρήματος» που δημιουργείται από τα προγράμματα του ΕΚΟΜΕ έχει θετική επίδραση σε όλη την ταινία, κατά συνέπεια και στη διεύθυνση φωτογραφίας:
Οι Διευθυντές Φωτογραφίας έχουν τώρα δυνατότητα να «αφηγηθούν την ιστορία με εικόνα» (visual storytelling) πιο αποτελεσματικά. Αυτό γίνεται είτε μέσω περισσότερου διαθέσιμου χρόνου, είτε μέσω μεγαλύτερου συνεργείου -όταν απαιτείται- είτε τέλος μέσω του εξοπλισμού – καθώς η μεγέθυνση της αγοράς επιτρέπει στις εταιρείες ενοικίασης να προσφέρουν μεγαλύτερη ποικιλία εργαλείων.
3η κατηγορία: Ελληνικές τηλεοπτικές σειρές
Στον χώρο των τηλεοπτικών σειρών παρατηρείται τα δύο τελευταία χρόνια αλματώδης αύξηση του αριθμού των παραγωγών (που ξεπερνούν ακόμη και τα δεδομένα της δεκαετίας 2000-2010). Εδώ παρατηρούνται τα εξής:
Κάποιες -λίγες- σειρές υλοποιούνται με «κινηματογραφικές προδιαγραφές», όπου το καλλιτεχνικό αιτούμενο είναι υψηλό. Εκεί προσκαλούνται συχνά Διευθυντές Φωτογραφίας που ως τώρα έκαναν αποκλειστικά κινηματογράφο, εισάγοντας στην ελληνική τηλεόραση τη σχετική τεχνογνωσία, χωρίς να τους στερείται η ευκαιρία να λειτουργούν δημιουργικά.
Οι περισσότερες σειρές όμως γίνονται με όρους «βαριάς βιομηχανίας», που ένας και μοναδικός στόχος είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους των παραγωγών. Η δεκαετής οικονομική κρίση (ιδιαίτερα μεταξύ 2012 και 2015 η ανεργία στον κινηματογραφικό χώρο έφτασε ακόμη και το 80%) οδήγησε πολλούς εργαζόμενους να αλλάξουν επάγγελμα. Ως συνέπεια, σήμερα δεν υπάρχει επαρκές ανθρώπινο δυναμικό για να στελεχώσει τις σειρές και ο Διευθυντής Φωτογραφίας καλείται να εκπαιδεύσει μέρος του προσωπικού του, αναγκαζόμενος ενδιαμέσως να αποδέχεται δημιουργικές υποχωρήσεις.
Αυτές οι σειρές γυρίζονται με δύο συνεργεία που δουλεύουν παράλληλα. Νέοι εικονολήπτες και βοηθοί προάγονται σε Δ. Φωτογραφίας και αναλαμβάνουν το δεύτερο συνεργείο. Απ’ τη μια αυτό δημιουργεί ανισότητα στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, απ’ την άλλη βέβαια η νέα αυτή γενιά συγκεντρώνει πολύτιμη εμπειρία και σύντομα θα μπορέσει να αποδώσει εξαιρετικά.
4η κατηγορία: μικρές παραγωγές που δεν πληρούν τα κριτήρια χρηματοδότησης του ΕΚΟΜΕ (ντοκιμαντέρ, ταινίες πολύ χαμηλού προϋπολογισμού, ταινίες μικρού μήκους κ.ά.)
Εδώ εμφανίζεται πρόβλημα, καθώς είναι πρακτικά αδύνατον να συγκεντρώσει κανείς συνεργείο.
Ανακεφαλαιώνοντας: η δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας και η ενίσχυση της οπτικοακουστικής παραγωγής στην Ελλάδα, μέσω της επιστροφής χρημάτων (cash rebate) και φορολογικών κινήτρων (tax incentives), προκάλεσε εν γένει θετική επίδραση στη δημιουργικότητα και το καλλιτεχνικό έργο των Ελλήνων Διευθυντών Φωτογραφίας. Παρατηρούνται επιμέρους προβλήματα, τα οποία θεωρούμε ότι θα ξεπεραστούν με τον χρόνο, όταν η εργασιακή αγορά θα ισορροπήσει.
Αργύρης Θέος – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Ο Τσαλαπετεινός του Γουαιόμινγκ» του Δημήτρη Ινδαρέ (1995), «Συμφωνία Χαρακτήρων» της Λουκίας Ρικάκη (1997), «Εφάπαξ» του Νίκου Ζαπατίνα (2001), «Τα Παιδιά της Νιόβης» (2004 – 2005, τηλεόραση)
Το τελευταίο διάστημα κινείται κάτι στο χώρο της αποκατάστασης ελληνικών ταινιών. Εσείς – ως βασικοί συντελεστές αυτής της διαδικασίας – πώς το αντιμετωπίζετε; Υπάρχει αγαστή συνεργασία διευθυντών φωτογραφίας και σκηνοθετών/παραγωγών; Τι θα έπρεπε να γίνεται για να εγγυηθεί κάποιος το σωστό αποτέλεσμα; | Απαντάει ο Γιώργος Αρβανίτης
Η κατασκευή μιας ταινίας είναι συλλογική εργασία. Ενας από τους βασικούς συντελεστές είναι και ο Διευθυντής Φωτογραφίας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το φωτογραφικό αποτέλεσμα (την αισθητική της εικόνας) και κατά συνέπεια σε μεγάλο ποσοστό για το συνολικό εικαστικό αποτέλεσμα.
Σήμερα, οι ταινίες οι οποίες έχουν γυριστεί σε φιλμ μεταφέρονται σε ψηφιακή μορφή και αυτή είναι μια επεξεργασία τόσο τεχνική όσο και αισθητική. Ο δημιουργός της «αισθητικής της εικόνας», ο Διευθυντής Φωτογραφίας, απαιτείται να συμμετέχει σε αυτήν, ώστε να μην υπάρξει αλλοίωση στο εικαστικό αποτέλεσμα το οποίο έχει δημιουργήσει.
Υπάρχουν παραγωγοί και σκηνοθέτες που αναγνωρίζουν και σέβονται τη συλλογικότητα της δημιουργίας μιας ταινίας και κατά την ψηφιοποίηση ζητούν μόνοι τους τη συμμετοχή του Διευθυντή Φωτογραφίας. Υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι τον αγνοούν.
Από τη μέχρι τώρα πείρα μου, νομίζω ότι η καλύτερη λύση είναι το συμβόλαιο που σαφώς πρέπει να υπογράφεται μεταξύ του Παραγωγού και του Διευθυντή Φωτογραφίας και στο οποίο να αναφέρεται η υποχρεωτική παρουσία του τελευταίου κατά το στάδιο της επεξεργασίας της εικόνας της ταινίας, καθώς και κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε επεξεργασίας και μεταφοράς της σε διαφορετική τεχνική βάση, η οποία μπορεί να αλλοιώσει τον εικαστικό χαρακτήρα της.
Εχοντας διαπιστώσει τη σπουδαιότητα του ζητήματος της ψηφιοποίησης των ταινιών, το GSC έχει ήδη κοινοποιήσει προς τους εμπλεκόμενους φορείς τη θέση του, που καθορίζει τις αναγκαίες και αυτονόητες προϋποθέσεις για τη διασφάλιση τής αυθεντικότητας της οπτικής φυσιογνωμίας τής ταινίας, ως την ελάχιστη υποχρέωσή μας απέναντι τόσο στους δημιουργούς της, όσο και στον θεατή τού μέλλοντος.
Γιώργος Αρβανίτης – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Η Εκπομπή» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1968, μικρού μήκους), «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1970), «Υπολοχαγός Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου (1970), «Τι Εκανες στον Πόλεμο Θανάση;» του Ντίνου Κατσουρίδη (1971), «Ο Ιωάννης ο Βίαιος» της Τόνιας Μαρκετάκη (1973), «Ο Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1975), «Ιφιγένεια» του Μιχάλη Κακογιάννη (1977), «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927» του Παντελή Βούλγαρη (1980). «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1984), «Τα Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη (1985), «Ξένια» του Πατρίς Βιβάνκος (1989), «Το Βλέμμα του Οδυσέεα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995), «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1999), «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη (2004).
Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από τη διεύθυνση φωτογραφίας; | Απαντάει ο Πέτρος Νούσιας
Οταν είμαι σε μια παρέα και αναφέρω το επάγγελμα μου, η συνήθης ερώτηση που λαμβάνω είναι «δηλαδή τραβάτε φωτογραφίες;», στην οποία απαντάω «περίπου 24 το δευτερόλεπτο… ή 25 ανάλογα τι κάνω».
Αν δεν έχω φάει ξύλο μέχρι τότε, προσπαθώ να εξηγήσω τι είναι τελικά η διεύθυνση φωτογραφίας και πιο συγκεκριμένα, γιατί ο βασικός στόχος είναι η εξυπηρέτηση του σεναρίου και όχι να κινηματογραφήσεις απλά ωραίες εικόνες.
Οι δύο μεγαλύτερες παρεξηγήσεις γύρω από τη διεύθυνση φωτογραφίας μίας ταινίας λοιπόν, είναι αφενός τι συνιστά την «καλή διεύθυνση φωτογραφίας» και αφετέρου ποιος τελικά μεριμνά ώστε η «καλή διεύθυνση φωτογραφίας» να είναι «καλή».
Επειδή η πρώτη παρεξήγηση απαντιέται από άλλο μέλος της Ενωσης, θα επικεντρωθώ στη δεύτερη, αναφέροντας ότι τις περισσότερες φορές που κινηματογραφείται μία ταινία, ο/η Διευθυντής Φωτογραφίας δεν έχει συγκεκριμένες οδηγίες για το χτίσιμο της εικόνας. Στην καλύτερη περίπτωση, να υπάρχουν αναφορές από άλλα έργα –οπτικοακουστικά ή μη–, είτε αφηρημένες οδηγίες που θεωρείται ότι υπηρετούν καλύτερα την αφήγηση.
Συνεπώς, ο/η Διευθυντής Φωτογραφίας καλείται πολύ συχνά να εμπνευστεί, να προτείνει, να μεθοδεύσει και τελικά να δημιουργήσει την εικόνα μόνος/η, στηριζόμενος και στη βοήθεια των άμεσων συνεργατών του, κατά το γύρισμα και την επεξεργασία της.
Διεθνώς οι Διευθυντές Φωτογραφίας αρέσκονται να θεωρούν την εικόνα της ταινίας που κινηματογράφησαν σαν «παιδί» τους και συχνά διεκδικούν την αποκλειστική πατρότητά της…
Πέτρος Νούσιας – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Το Κακό» του Γιώργου Νούσια (2005), «Χάρισμα» της Χριστίνας Ιωακειμίδη (2010), «Το Κακό στην Εποχή των Ηρώων» του Γιώργου Νούσια (2009), «Tripolli Cancelled» του Ναίμ Μοχαϊεμέν (2017), «Μπάσταρδα» του Νίκου Πάστρα (2022)
Δώστε μας τον ορισμό το τι είναι η διεύθυνση φωτογραφίας σε μια ταινία. | Απαντάει ο Ζαφείρης Επαμεινώνδας
Ο Διευθυντής Φωτογραφίας έχει την ευθύνη της απόδοσης του σεναρίου σύμφωνα και με την αφηγηματική οπτική του σκηνοθέτη.
Σε αυτό το πνεύμα συνεργάζεται στενά πρωτίστως με τον σκηνοθέτη, αλλά και με τους υπόλοιπους δημιουργικούς συντελεστές (σκηνογράφο, ενδυματολόγο, επικεφαλής των οπτικών εφέ, κ.α) για να ορίσουν την ατμόσφαιρα και την παλέτα του οπτικοακουστικού έργου, με τρόπο που να υπηρετεί την αφήγηση και να οδηγήσει τον θεατή σε ένα μοναδικό και μαγευτικό κινηματογραφικό κόσμο: αυτόν της ταινίας.
Με εργαλεία τη γνώση και την έρευνα, συμβάλλει κατά την προετοιμασία με οπτικές αναφορές από τον κόσμο της ζωγραφικής, της φωτογραφίας και του κινηματογράφου.
Με όπλα του το φως, τους φακούς, τα κάδρα, την κίνηση της μηχανής και την χρωματική επεξεργασία, φέρνει στον κόσμο, είτε σε σελιλόιντ, είτε ψηφιακά, το αφηγηματικό και δραματουργικό οπτικό ύφος της ταινίας.
Φροντίζει για την επιλογή των συνεργατών του στις ομάδες της άμεσης αρμοδιότητάς του (κάμερα, μακενίστες, ηλεκτρολόγοι) και εξασφαλίζει τη συστράτευση της ομάδας του σε ένα κοινό όραμα για τη δημιουργία του κινηματογραφικού έργου.
Ανεξαρτήτως αν η ταινία πραγματοποιείται σε κινηματογραφικά πλατώ ή σε φυσικούς χώρους, μοχθεί αδιάκοπα για τη μεταφορά του σεναρίου στην οθόνη αξιοποιώντας στο έπακρο την αισθητική του αρτιότητα, την υψηλή τεχνογνωσία του και τη δυνατότητά του να ερμηνεύει οπτικά, αξιοποιώντας τα τεχνικά του μέσα, κρατώντας την σε μία οπτική συνοχή (continuity).
Οπως είπε ο Σερ Ρότζερ Ντίκινς: «Στον κινηματογράφο, αν κάτι ξεχωρίζει, έχεις αποτύχει. Προσπαθείς να δημιουργήσεις μια απρόσκοπτη οντότητα».
Ακριβώς για όλα αυτά συχνά δημιουργούνται σταθερές και διαχρονικές συνεργασίες με τον/τη Διευθυντή Φωτογραφίας να γίνεται το έμπιστο μάτι του σκηνοθέτη: ενδεικτικές είναι οι συνεργασίες των Ινγκμαρ Μπέργκμαν – Σβεν Νίκβιστ, Βιμ Βέντερς-Ρόμπι Μίλερ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι – Βιτόριο Στοράρο, Αδελφοί Κοέν – Ρότζερ Ντίκινς, Αλφόνσο Κουαρόν – Εμανουέλ Λουμπέσκι, Στίβεν Σπίλμπεργκ – Γιάνους Καμίνσκι, Γουόνγκ Καρ-Γουάι – Κρίστοοφερ Ντόιλ και πολλών άλλων.
Πρακτικά μιλώντας «ο/η Διευθυντής Φωτογραφίας πρέπει να σχεδιάσει αυτό που θα κάνει, να ξέρει πόσο χρόνο θα χρειαστεί, να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα εργαλεία και το σωστό συνεργείο, να κάνει τις υλικοτεχνικές και καλλιτεχνικές εκτιμήσεις, καθώς ταυτόχρονα επικοινωνεί με όλα τα τμήματα και οδηγεί την ομάδα του λύνοντας προβλήματα και συγκρούσεις που μερικές φορές γεννιούνται κάτω από στρεσογόνες διαδικασίες».
Τέλος, το πιο θαυμαστό κομμάτι της περιπέτειας που λέγεται σινεμά, είναι η συνεργασία, η επικοινωνία και η ομαδική δημιουργία. Σε αυτή την αλληλουχία ο ρόλος του/της Διευθυντή Φωτογραφίας είναι αναμφίβολα κομβικός.
Ζαφείρης Επαμεινώνδας – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Η Αίθουσα του Θρόνου» (1998, τηλεόραση), «Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα (1999), «Το Δέντρο και η Κούνια» της Μαρίας Ντούζα (2012), «Ακουσέ Με» της Μαρίας Ντούζα (2022)
Δώστε μας τον ορισμό για το τι είναι η διεύθυνση φωτογραφίας σε μια ταινία. | Απαντάει ο Φαίδων Παπαμιχαήλ
Η Διεύθυνση Φωτογραφίας είναι η τέχνη του να μεταφράζεις το σενάριο οπτικά. Να αφηγείσαι την ιστορία, βρίσκοντας την κατάλληλη οπτική γλώσσα μέσα από τη σύνθεση, την κίνηση της κάμερας, το φως. Αυτά τα στοιχεία ορίζουν τον συναισθηματικό τόνο της ταινίας.
Εναπόκειται στην ενστικτώδη ερμηνεία των κινηματογραφιστών να εφαρμόσουν την τέχνη και τη δεξιοτεχνία τους, σύμφωνα με τον τρόπο που αισθάνονται την ιστορία. Ιδανικά βρίσκονται σε συγχρονισμό με τις ιδέες των σκηνοθετών και μέσω της τεχνικής τους τεχνογνωσίας υποστηρίζουν το όραμα των σκηνοθετών. Μόνο με αυτήν την αρμονία μπορείς να κάνεις μια πετυχημένη ταινία. Υπάρχουν άπειροι τρόποι να πεις μια δεδομένη ιστορία, κάτι που κάνει τη δουλειά μας τόσο μοναδική.
Φαίδων Παπαμιχαήλ – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Sideways» του Αλεξάντερ Πέιν (2004), «Walk the Line» του Τζέιμς Μάνγκολντ (2005), «Nebraska» του Αλεξάντερ Πέιν (2013), «The Monuments Men» του Τζορτζ Κλούνεϊ (2014), «Ford vs. Ferrari» του Τζέιμς Μάνγκολντ (2019), «The Trial of Chicago 7» του Ααρον Σόρκιν (2020)
Τι είναι «καλή φωτογραφία» για έναν διευθυντή φωτογραφίας; | Απαντάει ο Χάρης Ζαμπαρλούκος
Για μένα καλή φωτογραφία είναι αυτό που δεν φαίνεται, η σημασία που κρύβεται πίσω από τις λέξεις, η ερμηνεία, το φως, το τοπίο… ακόμη και το πορτρέτο… αυτό που επικοινωνεί άμεσα με το θεατή σε προσωπικό επίπεδο, σαν η ταινία να έχει φτιαχτεί για τον κάθε ένα ξεχωριστά. Δεν συμβαίνει πάντα, είναι δύσκολο να το πετύχεις αλλά αν εσύ και οι συνεργάτες σου είστε ειλικρινείς, μπορεί να συμβεί.
Χάρης Ζαμπαρλούκος – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Sleuth» του Κένεθ Μπράνα (2007), «Mamma Mia!» της Φιλίντα Λόιντ (2008), «Thor» του Κένεθ Μπράνα (2011), «Cinderella» του Κένεθ Μπράνα (2015), «Εγκλημα στο Οριεντ Εξπρές» του Κένεθ Μπράνα (2017), «Belfast» του Κένεθ Μπράνα (2021)
Τι θα είναι το μέλλον για την Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών; | Απαντάει ο Γιώργος Φρέντζος
Το μέλλον του GSC είναι σε άμεση σύνδεση με το μέλλον του ίδιου του ελληνικού Κινηματογράφου. Οι Δ. Φωτογραφίας είμαστε γνωστοί -τουλάχιστον στο γύρισμα- για την ηρεμία και την αισιόδοξη ματιά μας. Oσο το σινεμά θα συνεχίσει να υπάρχει είτε μέσα στις αίθουσες – που ναι, δυστυχώς λιγοστεύουν -, είτε μέσα στις πλατφόρμες που αυξάνονται, είτε στις γεμάτες αίθουσες των φεστιβάλ, η Eνωση θα είναι παρούσα και δυναμική.
Η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών ξεκίνησε και συνεχίζει σαν μια παρέα επαγγελματιών, συναδέλφων, φίλων που αγαπούν αυτό που κάνουν. Διαφορετικές γενιές βρεθήκαμε μαζί επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση μας με την κινούμενη εικόνα, παρακολουθώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις και ανταλλάσσοντας εμπειρίες.
Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε σε ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές σειρές και θέατρα.
Θα συνεχίσουμε να είμαστε σε επαφή με τις αντίστοιχες Ενώσεις του εξωτερικού, θα συνεχίσουμε να συμμετέχουμε σε Φεστιβάλ, εκδηλώσεις και συζητήσεις. Κυρίως όμως, θα είμαστε δίπλα στους νέους συναδέλφους μας που τώρα ψάχνουν τα βήματά τους.
Η Eνωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών – GSC είναι και θα είναι ανοιχτή σε όλους.
Εδώ θα ήθελα εκ μέρους όλων μας να ευχαριστήσω το Flix.gr όχι μόνο για το αφιέρωμα αυτό, αλλά και τον χώρο που μας προσφέρει κάθε φορά για την επικοινωνία μας.
Γιώργος Φρέντζος – Επιλεκτική Φιλμογραφία: «Ονειρεύομαι τους Φίλους μου» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1993), «Ολα είναι Δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη (1999), «Styx» της Αλέξια Ρόιντερ (2008), «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2010), «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη (2011), Φράγμα του Γιώργου Τελτζίδη (2017, μικρού μήκους), «Το Βάρος της Θάλασσας» του Κωστή Αλεβίζου (2019, μικρού μήκους), «Πρώτο Μπάνιο» του Αλέξανδρου Κωστόπουλου (2019)