Ο ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ PHEDON PAPAMICHAEL ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ‘ΨΑΡΕΜΑ’ ΤΗΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ
της Paula Bernstein
Πηγή: Indiewire
Ο Phedon Papamichael έχει κάνει περισσότερες από 40 ταινίες, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι τρεις τελευταίες ταινίες του Alexander Payne. Η πιο πρόσφατη από αυτές, το απόλυτα όμορφο, ασπρόμαυρο Nebraska, χάρισε στον βετεράνο Διευθυντή Φωτογραφίας την πρώτη του υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας.
Αν και μεγάλωσε στην Ευρώπη, ο Papamichael έχει μυηθεί στα Αμερικανικά western και τις ταινίες δρόμου, και φέρνει αυτή την ευαισθησία στη δουλειά του. Γεννημένος στην Αθήνα της Ελλάδας, ο Papamichael μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γερμανία όπου σπούδασε φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο πατέρας του, πρώτος ξάδερφος του John Cassavetes, δούλευε ως καλλιτεχνικός διευθυντής σε ταινίες όπως το Faces και το A Woman Under the Influence. «Ο Cassavetes άσκησε σίγουρα μεγάλη επιρροή πάνω μου, όπως και το Γαλλικό Νέο Κύμα και οι ταινίες του Αντονιόνι,» είπε ο Papamichael στο Indiewire. «Πρέπει να παίξουμε τάβλι και χαρτιά και να μιλήσουμε για ταινίες.»
Αφού δούλεψε ως φωτογράφος στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Papamichael έκανε την πρώτη του ταινία, το ασπρόμαυρο 35άρι SPUD. Μετά από πρόσκληση του Cassavetes, μετακόμισε στο Λος Άντζελες όπου ξεκίνησε να δουλεύει ως Διευθυντής Φωτογραφίας για τον RogerCorman. Αφού αποφοίτησε από τη σχολή ανεξάρτητου κινηματογράφου του RogerCorman, ο Papamichael δούλεψε με καταξιωμένους σκηνοθέτες όπως οι Diane Keaton, Nick Cassavetes, Wim Wenders, Brad Siberling, Gore Verbinski, James Mangold, Judd Apatow και Oliver Stone. Πιο πρόσφατα, έκανε την ταινία του George Clooney, Monuments Men.
Το Indiewire μίλησε πρόσφατα με τον Papamichael από το σπίτι του στο Λος Άντζελες για την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, το φιλμ και την ψηφιακή τεχνολογία, αλλά και για τα γυρίσματα του Nebraska στις μεσοδυτικές πολιτείες.
Αυτή είναι η πρώτη σας υποψηφιότητα για Όσκαρ. Ήταν έκπληξη για εσάς;
Ήταν μία κάπως συναρπαστική εξέλιξη. Δεν το περίμενα. Ήξερα ότι χάρη στο ασπρόμαυρο είχαμε βρει πολλούς θαυμαστές της διεύθυνσης φωτογραφίας της ταινίας. Με καλούσαν άνθρωποι όπως ο HaskellWexler. Τα σχόλιά τους ήταν θετικά και είμαι χαρούμενος που τόσο πολλοί άνθρωποι ανταποκρίθηκαν σε μία μικρή και χαμηλού προϋπολογισμού ταινία όπως αυτή. Νομίζω, μάλιστα, ότι έχουμε την ταινία με τον πιο χαμηλό προϋπολογισμό στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Αλλά, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Γνωρίζω ότι πολλοί άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στην ταινία σε πολλά επίπεδα, αλλά δεν θεωρώ ότι περιμέναμε να έχουμε έξι υποψηφιότητες. Είχαμε βγει για δείπνο με τον Alexander [Payne] το προηγούμενο βράδυ και εκείνος πίστευε ότι ο Bruce [Dern] θα είχε μία υποψηφιότητα και ίσως ο BobNelson, ο σεναριογράφος, αλλά έλεγε ότι «εσύ κι εγώ είμαστε τα δύσκολα χαρτιά» – και όντως ήμασταν. [Η ταινία] έχει αγαπηθεί από πολλούς ανθρώπους – ειδικά στις μεσοδυτικές πολιτείες.
Ο Alexander δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ως οπτικός σκηνοθέτης, συγκριτικά με τον [David] Fincher ή τον [Martin] Scorsese ή τον DavidLean. Νιώθω ακόμα πιο περήφανος που πήρα την πρώτη μου υποψηφιότητα με τον Alexander γιατί, κατά κάποιον τρόπο, είναι μάλλον λίγο πιο δύσκολο. Δεν είναι ο τύπος της ταινίας που γενικά τραβάει την προσοχή στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Πώς ήταν να έχετε γυρίσματα στις μεσοδυτικές πολιτείες; Ειδικά ως ξένος;
Μετακόμισα στη Νέα Υόρκη το 1983, αλλά έχω κάνει μία ταινία στο Χιούστον, ωστόσο ποτέ σ’ ένα μέρος τόσο γυμνό και άδειο από ανθρώπους. Κάποια στιγμή, ο Alexander με πήγε ένα roadtrip, όπου μπήκαμε σ’ ένα αυτοκίνητο και οδηγήσαμε από το Billings της Montana και κάναμε την πραγματική διαδρομή [που δείχνει η ταινία].
Έχεις ακούσει για τη Montana και το Wyoming της Νότιας Ντακότα, αλλά είναι αλλιώς το να οδηγείς εκεί στην πραγματικότητα για μέρες και μέρες, και να κοιτάζεις τον απέραντο ορίζοντα και τον ουρανό και, περιστασιακά, τα διερχόμενα εμπορικά τραίνα και φορτηγά. Οδηγήσαμε σε πόλεις που υποτίθεται πως ήταν πυκνοκατοικημένες και στρίβαμε στον κεντρικό δρόμο και δεν βλέπαμε ποτέ κανέναν έξω στους δρόμους.
Ποια ήταν η μεγαλύτερή σας επιρροή για το Nebraska και πώς αποφασίσατε για την όψη της ταινίας;
Η συγκεκριμένη ταινία είναι διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη δουλειά του AlexanderPayne. Όταν πρωτοδιαβάζεις το σενάριο, σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πιο κινηματογραφική από τις άλλες του ταινίες. Είναι γραμμένο πιο οπτικά και μερικές φορές όταν είσαι ξένος και εκτίθεσαι σε αυτές τις εικόνες και δεν μεγαλώνεις μέσα σ’ αυτές, έχεις ένα πιο οξύ βλέμμα για εκείνο που μπορεί να φαντάζει καθημερινό σε πολλούς ανθρώπους. Εγώ μεγάλωσα στο Μόναχο και ήμουν πολύ επηρεασμένος από την ταινία Paris, Texas. Μεγάλωσα βλέποντας ασπρόμαυρες ταινίες – και western του JohnWayne. Έχουμε όλες αυτές τις εικόνες και μία τρέλα μ’ αυτή την χώρα, όχι μόνο για αυτό που αντιπροσωπεύει, αλλά οπτικά.
Ταινίες δρόμου – επηρεάστηκα από τον WimWenders, και συγκεκριμένα από τις ταινίες του AliceintheCities, KingsoftheRoad, TheLastPictureShow και PaperMoon, που είδα στον κινηματογράφο. Είχα ένα πολύ δυνατό συναισθηματικό δέσιμο με την ταινία. Όλα αυτά είναι πράγματα που κατοικούν κάπου μέσα στο ασυνείδητό σου. Όταν, λοιπόν, βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι εύκολο να βρεις την έμπνευση και να τον αιχμαλωτίσεις. Ο Alexander είπε ότι ήθελε να αφήσει τους ηθοποιούς να παίξουν με το πλαίσιο που τους έχουμε σε μία μονή λήψη, κι έτσι θα δείχναμε πόσο μικροί και χαμένοι είναι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, τη μοναξιά και την απομόνωση – όλα αυτά τα θέματα που έχουμε στην ταινία – την έλλειψη επικοινωνίας: όταν μιλάνε οι άνθρωποι σπάνια έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους, συνήθως κοιτάζουν την τηλεόραση. Πραγματικά πιστεύω ότι η φωτογραφία σ’ αυτή την περίπτωση όντως υποστηρίζει τη διάθεση και τα θέματα της ταινίας.
Πώς πετύχατε την ασπρόμαυρη όψη της ταινίας;
Ένας από τους όρους που μας έβαλε η Paramount προκειμένου να κάνουμε την ταινία ασπρόμαυρη ήταν να παραδώσουμε και μία έγχρωμη έκδοση, οπότε δεν γινόταν να χρησιμοποιήσω ασπρόμαυρο φιλμ. Καταλήξαμε να την γυρίσουμε ψηφιακά, καθώς η διαδικασία που θα ακολουθούσα για την ψηφιακή μετατροπή του χρώματος στο στάδιο του post-production υποτίθεται πως θα έδινε τελικά στην ταινία την αίσθηση του φιλμ. Ζήτησα από την Paramount να μου στείλει ένα αντίγραφο του PaperMoon. Ήμουν ικανοποιημένος με τα αποτελέσματα. Είπα σ’ όλους ότι η ταινία είναι ψηφιακή, αλλά πολλοί άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ.
Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με το φιλμ έναντι του ψηφιακού;
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στους οποίους θα άρεσε να συνεχίζουν να δουλεύουν με φιλμ. Δεν είναι ένα πρόβλημα κάποιου που το κατασκευάζει. Υπάρχει έλλειψη ζήτησης και έχουν απομείνει μόνο δύο εργαστήρια στο Λος Άντζελες. Έτσι, το κόστος της μεταφοράς και της επεξεργασίας του φιλμ ανεβαίνει πολύ. Νομίζω πως ζούμε τις τελευταίες μέρες του φιλμ. Καθώς η ψηφιακή προβολή είναι πλέον ο κανόνας, είναι όμορφο να βλέπει κανείς μία ασπρόμαυρη ταινία γυρισμένη σε φιλμ. Βγάλαμε κάποια αντίγραφα του Nebraska σε ασπρόμαυρο φιλμ – υπάρχει πολλή υφή στην οποία οι άνθρωποι δεν θα είναι πια συνηθισμένοι.
Ποιος ξέρει πού θα βλέπουν αυτά τα πράγματα οι επόμενες γενιές – αν θα είναι σε iPad ή σε iPhone ή σε 3Dτηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης. Οι κάμερες γίνονται όλο και πιο ακριβείς και είναι σχεδόν λες και η τεχνολογία πηγαίνει προς μία κατεύθυνση κι εμείς ως αφηγητές προσπαθούμε να αναστείλουμε αυτή την πορεία επειδή δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε 4K και 8K κάμερες και να ασχολούμαστε με ηθοποιούς τους οποίους πρέπει να δείξουμε σε όμορφο φως. Πάντα μπορείς να αλλοιώσεις μία εικόνα προσθέτοντας υφή φιλμ και να σταματάς αυτή την τάση, αλλά νομίζω ότι θα βρούμε έναν τρόπο να ισορροπήσουμε αυτά τα πράγματα. Οι άνθρωποι δοκιμάζουν διάφορες όψεις και διάφορες τεχνολογίες και τελικά, θα βρούμε κάτι με το οποίο ο κόσμος θα αισθάνεται άνετα.
Έχετε μία αγαπημένη κάμερα;
Εξαρτάται από το project και δεν μπορώ ούτε καν να προσπαθήσω να παρακολουθώ όλες τις εξελίξεις. Συνήθως περιμένω έως ότου έχω ένα project και προσδιορίσω τι απαιτεί το συγκεκριμένο αυτό project και ποια είναι τα καλύτερα εργαλεία εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Χρησιμοποίησα μία ARRIAlexa για το Nebraska. Αν ο Cassavetesδούλευε σήμερα, θα χρησιμοποιούσε μία μικρή ψηφιακή κάμερα και η ταινία του θα ήταν εξίσου καλή. Αν ο DavidLean δούλευε σήμερα, θα προσπαθούσε να βρει 70άρι φιλμ. Είναι ωραίο που έχουμε τόσες πολλές επιλογές στη διάθεσή μας. Επίσης, αυτό δίνει τη δυνατότητα σε ανερχόμενους σκηνοθέτες με χαμηλό προϋπολογισμό να κάνουν ταινίες που πιο πριν δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν. Οποιοσδήποτε που διαθέτει εξοπλισμό στο σπίτι του μπορεί να δημιουργήσει μία ταινία ποιότητας που μπορεί να βγει στους κινηματογράφους.
Το Nebraska είναι η τρίτη σας συνεργασία με τον AlexanderPayne. Μπορείτε να επικοινωνείτε με ευκολία;
Έχουμε παρόμοιο πολιτιστικό υπόβαθρο. Είχαμε και οι δύο μεγάλη έκθεση στην Ευρώπη. Όσον αφορά το χιούμορ, είχαμε πάντα μία παρόμοια γλώσσα. Η αισθητικές μας και οι οπτικές μας, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετικές. Εκείνος είναι συγγραφέας και προσλαμβάνει τα πράγματα με πολύ διαφορετικό τρόπο. Εμένα μου αρέσει να γίνομαι λίγο λιγότερο αντικειμενικός με την κάμερα, λίγο πιο υποκειμενικός. Είναι μία διαδικασία – ξεκινήσαμε με το Sidewaysκαι μας πήρε σίγουρα δύο με τρεις εβδομάδες στην αρχή μέχρι πραγματικά να συγχρονιστούμε. Φυσικά, η επικοινωνία μας αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο στο TheDescendants, ενώ μετά στο Nebraska βρήκαμε έναν τρόπο να συμπληρώνουμε ο ένας τις κινηματογραφικές προτιμήσεις του άλλου μ’ έναν πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο. Βλέπουμε πολλές ταινίες παρέα, όχι απαραίτητα σχετικές με τις ταινίες που κάνουμε – κυρίως, ιταλικό νεορεαλισμό και γιαπωνέζικες ταινίες, π.χ. του [Akira] Kurosawa.
Έχετε δουλέψει με τον OliverStone, τον JamesMangold, τον WimWenders και άλλους καταξιωμένους σκηνοθέτες. Με τι είδους σκηνοθέτες σας αρέσει περισσότερο να δουλεύετε;
Μ’ αρέσει να είναι ολοκληρωμένοι δημιουργοί. Υπάρχουν σκηνοθέτες που επικεντρώνουν την προσοχή τους στους ηθοποιούς και στους χαρακτήρες. Μπορεί να φαίνεται πολύ διαφορετικό. Με τον James Mangold ή τον George Clooney, δουλέψαμε με αρκετά παρόμοιο τρόπο μ’ εκείνον που δούλευα με τον Alexander. Δεν προδικάζουμε τόσο. Δεν είναι τόσο άκαμπτος ο σχεδιασμός που έχουμε στο μυαλό μας. Μας αρέσει να φέρνουμε τους ηθοποιούς στα γυρίσματα και να συζητάμε μαζί τους μετά. Είναι μία πιο οργανική διαδικασία, την οποία απολαμβάνω. Με τον GoreVerbinski που προέρχεται από τον χώρο της διαφήμισης, τα πάντα υπάρχουν στο storyboard. Είναι επίσης δημιουργικό, αλλά συμβαίνει σ’ έναν διαφορετικό χρόνο. Ο τρόπος που εγώ προτιμώ είναι να είμαι ανοιχτός σε ευτυχή ατυχήματα, να τα βρίσκω και να αφήνω τους ηθοποιούς να κινούνται ελεύθερα, χωρίς να τους περιορίζω πάρα πολύ από τεχνικής άποψης. Στον George [Clooney], για παράδειγμα, αρέσει να κάνει πολύ λίγες λήψεις – μόνο μία ή δύο.
Μιλώντας για την συνεργασία σας με τον Clooney, πώς προετοιμαστήκατε για τα γυρίσματα του Monuments Men;
Προετοιμαστήκαμε βλέποντας πολλά ντοκιμαντέρ εκείνης της εποχής και ντοκιμαντέρ για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και πολλές κλασικές ταινίες του Χόλλυγουντ που έχουν να κάνουν με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις οποίες ο George αγαπά ιδιαίτερα και για τις οποίες η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί φόρο τιμής – The Great Escape, A Bridge Too Far, The Dirty Dozen. Όταν δεις την ταινία, σου δίνει πράγματι την αίσθηση μιας παλιάς ταινίας του Χόλλυγουντ, ακόμα κι από άποψη τόνου. Μην περιμένετε μία εξαιρετικά περιπετειώδη ταινία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δίνει κυρίως έμφαση στους χαρακτήρες. Δεν έχει μοντέρνα μεταχείριση όσον αφορά τις γρήγορες κινήσεις της κάμερας. Είναι πολύ κλασικά φτιαγμένη. Είναι διαφορετική από το Nebraska όσον αφορά την κλίμακα και την σκοπιά. Είχαμε μεγάλα σκηνικά και πολλούς κομπάρσους. Με κάποιον τρόπο, όμως, η καρδιά της ιστορίας ξετυλίγεται μ’ έναν πολύ παρόμοιο τρόπο με το Nebraska, είναι σχετικά απλή.
Για να κλείσουμε, ποιους κινηματογραφιστές θαυμάζετε;
Τους μεγάλους Αμερικανούς κινηματογραφιστές: Bob Richardson, Conrad Hall, Caleb Deschanel, Raoul Coutard, Nestor Almendros και Robbie Mueller.
Μετάφραση: Μυρτώ Σκαρίπα-Κουκέλλη